23 Νοε 2012

Ρουπακιώτης: «Χάσαμε, αλλά δεν πρέπει να χαθούμε»


«Χάσαμε, αλλά δεν πρέπει να χαθούμε» τόνισε, σήμερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης Αντώνης Ρουπακιώτης, κατά την εορταστική ημερίδα για «τα 50 χρόνια λειτουργίας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων- Εξέλιξη και προοπτική», η οποία πραγματοποιήθηκε στο Μέγαρο Μουσικής, από την Ένωση Διοικητικών Δικαστών και τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων...


Παράλληλα, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Κ. Μενουδάκος, κάλεσε τους συναδέλφους του να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις τους, ενώ η γενική επίτροπος των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ελένη Διακομανώλη, τόνισε ότι, στα Διοικητικά Δικαστήρια, εκκρεμούν σήμερα 463.000 υποθέσεις.

Στην ημερίδα παραβρέθηκαν ο υπουργός Δικαιοσύνης Αντ. Ρουπακιώτης, ο υφυπουργός Δικαιοσύνης Κ. Καραγκούνης, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Ν. Κανελλόπουλος, βουλευτές, ο πρώην υπηρεσιακός πρωθυπουργός Παν. Πικραμμένος, πρώην υπουργοί, οι ηγεσίες των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, όπως και πρώην πρόεδροι δικαστηρίων, πρόεδροι Δικηγορικών Συλλόγων, κ.λπ.

Αναλυτικότερα, ο κ. Ρουπακίωτης τόνισε: «Περνάμε πολύ δύσκολες ημέρες. Χάσαμε, αλλά δεν πρέπει να χαθούμε. Λίγοι ή πολλοί έφταιξαν πολύ και οδήγησαν την κοινωνία σε μεγάλη κρίση οικονομική, δημοσιονομική, πολιτισμική και ιδεολογική, με βαριές συνέπειες στη λειτουργία του πολιτεύματος. Αναδείχθηκαν δυνάμεις επικίνδυνες για τη δημοκρατία. Δεν αναφέρομαι μόνον σε έναν πολιτικό σχηματισμό, αλλά στο ότι οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς. Κοινωνία χωρίς θεσμούς δεν έχει μέλλον. Δική μας και δική σας υποχρέωση, να στηρίξετε με αξιοπιστία τους θεσμούς, στην πράξη και όχι με γενικές αναφορές».

«Δίκαια τα παράπονά σας»
Συμμερίζομαι, επισήμανε ο υπουργός Δικαιοσύνης, «τα δίκαια παράπονά σας» και συνέχισε: «Ας αφήσουμε, για σήμερα, να κατακάτσει η πίκρα και να αναδειχθεί η αισιοδοξία. Πρέπει όλοι να στηρίξουμε τους θεσμούς, να αναδείξουμε την αξιοπιστία που αναμένουν οι πολίτες για να έχουμε την προσδοκία ότι, από αυτή την τελευταία προσπάθεια, θα βγούμε από το τούνελ. Παρά την πίκρα σας, γνωρίζετε ότι κέντρο των θεσμών, κέντρο της προστασίας σας είναι ο πολίτης».

Παράλληλα, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Κ. Μενουδάκος κάλεσε, ουσιαστικά, τους συναδέλφους του να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις τους, καθώς «μια τέτοια στάση αλλοιώνει ή και ευτελίζει την έννοια της απεργίας, ως μορφή αγώνα των εργαζομένων για την προάσπιση ή τη διεκδίκηση δικαιωμάτων».

Ακόμη, ο κ. Μενουδάκος ανέφερε ότι η οικονομική κρίση έχει επιφέρει ριζικές αλλαγές στο νομοθετικό μας πλαίσιο και οι δικαστές καλούνται να καταβάλουν μεγαλύτερη προσπάθεια, «χωρίς αντίστοιχα κίνητρα, αλλά αντιθέτως με μείωση των οικονομικών απολαβών τους και με κατάργηση δικαιωμάτων που τα θεωρούσαν οριστικά κεκτημένα».

Όμως, η πραγματική αυτή κατάσταση, συνέχισε ο πρόεδρος του ΣτΕ, «δεν δικαιολογεί την παραίτηση των δικαστών από την άσκηση του έργου τους, που είναι η προάσπιση ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των διοικουμένων και του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας».

Το γεγονός ότι ο δικαστής αδικείται από την Πολιτεία, υπογράμμισε ο Μενουδάκος, «δεν τον νομιμοποιεί να εγκαταλείψει την προστασία άλλων αδικούμενων συμπολιτών του».

«Πρόβλημα» η υπερβολική καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης
Έτσι, τόνισε ο πρόεδρος του ΣτΕ, «γεννάται προβληματισμός για τη νομιμοποίηση της αποχής από το καθήκον απόδοσης Δικαιοσύνης». Κλείνοντας την ομιλία του, ο κ. Μενουδάκος ανέφερε ακόμη, ότι «δεν φαίνεται να έχει δικαιοπολιτική δικαίωση η άρνηση άσκησης του έργου των δικαστών, οι οποίοι άμεσα είναι όργανα του κράτους και συνεπώς τμήμα του σκληρού πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ιδιότητα, την οποία δικαίως υπερασπιζόμαστε και την οποία άλλωστε δεν θα μπορούσαμε να αρνηθούμε».

Σε άλλο σημείο της ομιλίας του, ο κ. Μενουδάκος χαρακτήρισε «πρόβλημα» την υπερβολική καθυστέρηση στην απονομή της Δικαιοσύνης, κάτι «που χρησιμοποιείται δεόντως από όσους αποβλέπουν στην απαξίωση του έργου της».

Η γενική επίτροπος Επικρατείας των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων Ελένη Διακομανώλη, αναφέρθηκε στην ιστορική διαδρομή των Διοικητικών Δικαστηρίων, τα οποία αρχικά ξεκίνησαν ως φορολογικά δικαστήρια και μεταλλαχθήκαν σε Διοικητικά, ενώ στη συνέχεια, μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, δόθηκε η δυνατότητα στους διοικητικούς δικαστές να προάγονται στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Ακόμη, η κ. Διακομανώλη, αναφερόμενη σε ένα κορυφαίο- όπως το χαρακτήρισε- ζήτημα, αυτό της βραδύτητας απονομής της Δικαιοσύνης, τόνισε ότι, σήμερα, στα Διοικητικά Δικαστήρια εκκρεμούν 463.000 υποθέσεις. Υπογράμμισε, επίσης, ότι η καθυστέρηση εκδίκασης των υποθέσεων φτάνει περίπου τα 3,5 έτη, για τα Διοικητικά Εφετεία και τα πέντε και πλέον έτη, για τα Διοικητικά Πρωτοδικεία, από την εισαγωγή σ΄αυτά των υποθέσεων.

«Οι διοικητικοί δικαστές εργάζονται σκληρά»
Σύμφωνα με τη γενική επίτροπο, «η βραδύτητα στην απονομή της Διοικητικής Δικαιοσύνης, οφείλεται: 1) Στο δαιδαλώδες των υποθέσεων, που διέπονται σε πολλές περιπτώσεις από εισαγόμενη και δυσκόλως προσαρμοσμένη στα ελληνικά δεδομένα ευρωπαϊκή νομοθεσία, την οποία καλείται να τακτοποιήσει σε πρώτο στάδιο μία αναποτελεσματικώς δρώσα δημόσια διοίκηση και, σε τελικό στάδιο, η Διοικητική Δικαιοσύνη και 2) στην εγγενή, στην ελληνική κοινωνία, φιλοδικία, η οποία αποτελεί ουσιώδη επίσης παράγοντα σώρευσης υποθέσεων στα Διοικητικά Δικαστήρια, λόγω και της ανεπάρκειας συστήματος επίλυσης των διαφορών στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης».

Αντίθετα, για τους συναδέλφους της και τους δικαστικούς υπαλλήλους, η γενική επίτροπος υπογράμμισε ότι «οι διοικητικοί δικαστές, στην πλειονότητά τους, εργάζονται σκληρά ακόμη και κατά τις αργίες, με σχεδόν μηδενικό ελεύθερο χρόνο, χωρίς διακοπές και με ελλειμματική προσφορά στην οικογένειά τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στον διαρκώς επιταχυνόμενο ρυθμό του έργου της απονομής της Δικαιοσύνης».

Οι δικαστικοί υπάλληλοι, συνέχισε η επίτροπος, «υπερβάλλουν εαυτούς, ιδιαίτερα μετά τη δραματική συρρίκνωση του αριθμού των θέσεών τους με τον ν. 4024/2011, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις αυξημένες ανάγκες της γραμματειακής υποστήριξης των διοικητικών δικαστηρίων».

Όμως, η κ. Διακομανώλη επισήμανε ότι δεν μπορεί, ακόμη, «να αξιολογηθεί ως απολύτως θετική η θέσπιση αλλεπάλληλων ρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της σύντομης εκκαθάρισης των υποθέσεων, με τους νόμους 3659/2008, 3772/2009, 3900/2010 και 4055/2012».

Ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Γεώργιος Φαλτσέτος, ανέφερε ότι, με το τρίτο μνημόνιο που ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή, «επιχειρείται η απαξίωση και χειραγώγηση της Δικαιοσύνης» και αυτό, γιατί με «κατ΄ευθείαν παραβίαση του Συντάγματος, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών λεηλατήθηκαν σε ποσοστό μέχρι και 30%, πέραν των μειώσεων που είχαν υποστεί έως τώρα σε ποσοστό 38%, δηλαδή τις μέγιστες μειώσεις από τον ευρύτερο Δημόσιο τομέα».

Στη Δικαιοσύνη, συνέχισε ο κ. Φαλτσέτος «επιφυλάσσεται, με τον τρόπο αυτό, ένας ρόλος δημοσιοϋπαλληλικός και διεκπεραιωτικός, καθόσον με χιλιάδες συσσωρευμένες υποθέσεις στα ράφια των δικαστηρίων, η Δικαιοσύνη όχι μόνο αδυνατεί να επιτελέσει την ύψιστη κατά τον Αριστοτέλη πραγμάτωσή της, αλλά ούτε το βασικό καθήκον της ταχείας επίλυσης των διαφορών».

Επιπλέον, συνέχισε ο πρόεδρος της Ένωσης, «περιορίζεται δραματικά η ανεξαρτησία του δικαστή, αφού από δικαιοκρίτης, επιχειρείται να μετατραπεί σε αλλοτριωμένο γραφειοκράτη, κάτω από το βάρος της αυξανόμενης εντατικοποίησης της εργασίας και της συνεχούς μισθολογικής του υποβάθμισης».

(e-go.gr)