21 Φεβ 2013

Ιταλικές Εκλογές: Οι βασικοί διεκδικητές της πρωθυπουργίας


Μετά από ένα χρόνο τεχνοκρατικής διακυβέρνησης από τον Μάριο Μόντι και μέτρα λιτότητας ελέω κρίσης οι Ιταλοί θα προσέλθουν στις κάλπες την Κυριακή στις 24 Φεβρουαρίου για να εκλέξουν τα 630 νέα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και τα 315 εκλόγιμα μέλη της Γερουσίας, τα δύο σώματα του Ιταλικού Κοινοβουλίου.

Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται και...
επισήμως σε ανοιχτή οικονομική και πολιτική κρίση, με τις πρόωρες επικείμενες εκλογές να προκαλούν αναταραχή στις αγορές.

Οι βασικοί διεκδικητές

Η επανεμφάνιση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, σίγουρα δεν ήταν τυχαία, καθώς το κόμμα του πρώην πρωθυπουργού και μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης, "Ο Λαός της Ελευθερίας", απέσυρε το Δεκέμβριο του 2012  την υποστήριξή του προς την κυβέρνηση του τεχνοκράτη Μάριο Μόντι με συνέπεια να ξεσπάσει πολιτική και κυβερνητική αστάθεια στην Ιταλία.

Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση του Μάριο Μόντι είχε ως τώρα την υποστήριξη του Λαού της Ελευθερίας, του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος και της Ένωσης Κέντρου (Ιταλίας). Το γεγονός αυτό είχε ως άμεση συνέπεια τα λεγόμενα "σπρέντ" να πάρουν την ανιούσα.

Ο Καβαλιέρε, μιλώντας στο Μιλάνο, κατά την προεκλογική του εκστρατεία,  έλαβε την δέσμευση να καταργήσει τον φόρο ακίνητης περιουσίας για το σπίτι ιδιοκατοίκησης , ο οποίος, όπως τόνισε "μέσα σε ένα χρόνο, ευθύνεται για την απώλεια 360.000 θέσεων εργασίας".

Παράλληλα, ο Μπερλουσκόνι επανέλαβε ότι αν υπερισχύσει η κεντροδεξιά στις εκλογές της 24ης Φεβρουαρίου, δεν πρόκειται να αυξηθεί ο ΦΠΑ από το 21% στο 22%, και ούτε να επιβληθεί φόρος στις μεγάλες περιουσίες.

Το Δημοκρατικό Κόμμα με επικεφαλής τον Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι, είναι ένα κεντροαριστερό πολιτικό κόμμα της Ιταλίας που ιδρύθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2007 μέσω ανοιχτών εκλογών που διενεργήθηκαν για την εκλογή του γενικού γραμματέα του κόμματος και Συντακτικής Συνέλευσης.

Ο υποψήφιος πρωθυπουργός της κεντροαριστεράς και γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι είναι ο δημοφιλέστερος υποψήφιος για να ηγηθεί της επόμενης κυβέρνησης.

Κέρδισε στις προκριματικές εκλογές του κόμματος τον δήμαρχο της Φλωρεντίας Ματέο Ρένζι. Διετέλεσε υπουργός Βιομηχανίας, Εμπορίου και Δεξιοτεχνίας την περίοδο 1996-1999, υπουργός Μεταφορών την περίοδο 1999-2001 και υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης την περίοδο 2006-2008.

Ο ''καθηγητής'' Μάριο Μόντι με σύνθημα ''Με τον Μόντι για την Ιταλία'' ηγείται της ''Επιλογής Πολιτών''. Στις 16 Νοεμβρίου 2011, ορκίστηκε πρωθυπουργός της Ιταλίας , συγκροτώντας ένα τεχνοκρατικό υπουργικό συμβούλιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από μη εκλεγμένους επαγγελματίες.

Η απόσυρση της υποστήριξης από τον ''Λαό της Ελευθερίας'' σηματοδότησε το τέλος της θητείας Μόντι, ο οποίος υπέβαλλε την παραίτησή του στις 21 Δεκεμβρίου.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του ο Μόντι δήλωσε πως νιώθει αμήχανος παρακολουθώντας τα σκάνδαλα να πολλαπλασιάζονται, δίνοντας την εντύπωση πως ίσως η Ιταλία έφτασε σε τέλος εποχής.

Παράλληλα, παρουσιάζοντας το πρόγραμμα του κόμματος τόνισε πως ''Ίσως υιοθετηθεί μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις κατά έντεκα δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια''.

Η ''προσθήκη-έκπληξη'' της τελευταίας στιγμής είναι ο Μπέπε Γκρίλο, δημοφιλής κωμικός και εκπρόσωπος των ''αγανακτισμένων'' Ιταλών, ο οποίος ηγείται του ''Κινήματος των Πέντε Αστέρων'', αρχικά γνωστό ως Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης.

Τάσσεται υπέρ της άμεσης δημοκρατίας και της ελεύθερης πρόσβασης στο διαδίκτυο, ενώ καταδικάζει τη διαφθορά. Το κίνημα του Γκρίλο θεωρείται "πολιτικό φαινόμενο": μέσα σε δέκα μήνες κατάφερε να φτάσει από το 3% στο 17%, κερδίζοντας την πρώτη θέση στις περιφερειακές εκλογές της Σικελίας τον Οκτώβριο.

Κύρια πηγή ισχύος του μοιάζει να είναι η οξύτατη κριτική που ασκεί εναντίον της ''πολιτικής κάστας'' που τα τελευταία δυο χρόνια βρέθηκε συχνά μπλεγμένη σε σκάνδαλα κακοδιαχείρισης και διαφθοράς τόσο σε κομματικό επίπεδο, όσο και στις περιφέρειες της Ρώμης και του Μιλάνου.

Ο σύνθετος εκλογικός νόμος της χώρας προβλέπει μπόνους θέσεων για το πρώτο κόμμα στη Βουλή, ωστόσο ανάλογο μπόνους στη Γερουσία παίρνει το κόμμα που εμφανίζει μεγαλύτερα ποσοστά ανά περιφέρεια.

Αυτό σημαίνει ότι οι πλειοψηφίες σε Βουλή και Γερουσία ενδέχεται να είναι διαφορετικές, παρόλο που οι νόμοι χρειάζονται την έγκριση και των δύο σωμάτων.