Το θέμα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους θέτει επίσημα στο Eurogroup της Δευτέρας o υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας, επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα εκπλήρωσε τις δεσμεύσεις της αναφορικά με το πρωτογενές πλεόνασμα. Η Αθήνα περιμένει μια δήλωση από το Eurogroup που θα επιβεβαιώνει ότι η Ευρώπη θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της, δηλαδή θα αρχίσει τη διαπραγμάτευση για τη μείωση του χρέους.
Τα σενάρια για την ελάφρυνση του χρέους που εξετάζουν η ευρωζώνη και η Ελλάδα βασίζονται σε τρία στοιχεία: επιμήκυνση του χρόνου ωρίμασης των ομολόγων, μείωση ή εξασφάλιση σταθερά χαμηλών επιτοκίων και περίοδος χάριτος για τους τόκους. Αναλυτικά, τα σενάρια προβλέπουν τα εξής:
-Η ελληνική πλευρά ζητά, σύμφωνα με τις πληροφορίες, «τη μεγαλύτερη δυνατή επιμήκυνση», ακόμη και στα 60 ή 70 χρόνια, παρότι το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει επιμήκυνση στα 50 χρόνια, από 30 σήμερα. Σημειώνεται ότι τα ομόλογα του πρώτου Μνημονίου, ύψους 52,9 δισ. ευρώ (GLF), αρχίζουν να πληρώνονται το 2020 και τα ομόλογα του δεύτερου Μνημονίου, ύψους 139,9 δισ. ευρώ (EFSF), αρχίζουν να πληρώνονται το 2023. Με την επιμήκυνση στα 50 χρόνια, οι ανάγκες θα μειωθούν μέχρι το 2040, αλλά μετά – βεβαίως – θα αυξηθούν.
-Η ελληνική διαπραγματευτική θέση έχει μετακινηθεί από τη μείωση του επιτοκίου στη μετατροπή του σε σταθερό, καθώς ανησυχεί ότι τα επόμενα χρόνια τα κυμαινόμενα επιτόκια θα αυξηθούν επιβαρύνοντας τις δαπάνες για τόκους. Η διαπραγμάτευση αφορά κυρίως τα δάνεια του πρώτου Μνημονίου, για τα οποία το επιτόκιο είναι Euribor συν 0,5% που αντιστοιχεί σήμερα σε περίπου 0,8%. Η Ελλάδα θα ήθελε να κρατήσει αυτό το επιτόκιο, ενώ θα ήταν διατεθειμένη ακόμη και να το αυξήσει ελαφρώς στο 1%, αλλά για όλη την περίοδο.
-Σε αυτή την περίπτωση, εκτιμάται ότι θα υπάρξει όφελος 25 δισ. ευρώ από τόκους στα 50 χρόνια. Εναλλακτικά προτείνεται να διατηρηθεί σταθερό για ένα διάστημα και μετά να επανεξεταστεί. Για τα επιτόκια του δεύτερου Μνημονίου θεωρείται ότι δύσκολα θα γίνει αποδεκτή μια μείωση, καθώς ο ΕFSF δανείζει στην Ελλάδα σχεδόν όσο δανείζεται και ο ίδιος.
-Η ελληνική πλευρά ζητά περίοδο χάριτος 17 χρόνια για την πληρωμή των τόκων (στα δάνεια του ΕFSF υπάρχει ήδη δεκαετής περίοδος χάριτος.
Η διαπραγμάτευση προβλέπεται μακρά και οι αποφάσεις αναμένονται τον Νοέμβριο, με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τότε θα έχει προχωρήσει και η διαπραγμάτευση με την τρόικα για τις ενδεχόμενες νέες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας.
Η Ευρωζώνη βλέπει το θέμα συνολικά καθώς υποστηρίζει ότι το ύψος του χρέους και η βιωσιμότητά του συνδέονται με τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και το πώς αυτές θα καλυφθούν. Αν περισσέψουν κεφάλαια από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αυτομάτως μειώνονται οι χρηματοδοτικές ανάγκες. Και όλα αυτά, με τη σειρά τους, θα επηρεαστούν από τις εξελίξεις στα πεδία της ανάπτυξης και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, για τα οποία οι εκτιμήσεις θα είναι ασφαλέστερες το φθινόπωρο.
Τέλος, η Ευρωζώνη, πάντως, μάλλον προκρίνει ως ασφαλέστερη επιλογή τη σύναψη ενός ακόμη δανείου μικρού σχετικώς ύψους, που θα δεσμεύει όμως την Ελλάδα ως προς τη συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής.
Τα σενάρια για την ελάφρυνση του χρέους που εξετάζουν η ευρωζώνη και η Ελλάδα βασίζονται σε τρία στοιχεία: επιμήκυνση του χρόνου ωρίμασης των ομολόγων, μείωση ή εξασφάλιση σταθερά χαμηλών επιτοκίων και περίοδος χάριτος για τους τόκους. Αναλυτικά, τα σενάρια προβλέπουν τα εξής:
-Η ελληνική πλευρά ζητά, σύμφωνα με τις πληροφορίες, «τη μεγαλύτερη δυνατή επιμήκυνση», ακόμη και στα 60 ή 70 χρόνια, παρότι το επικρατέστερο σενάριο προβλέπει επιμήκυνση στα 50 χρόνια, από 30 σήμερα. Σημειώνεται ότι τα ομόλογα του πρώτου Μνημονίου, ύψους 52,9 δισ. ευρώ (GLF), αρχίζουν να πληρώνονται το 2020 και τα ομόλογα του δεύτερου Μνημονίου, ύψους 139,9 δισ. ευρώ (EFSF), αρχίζουν να πληρώνονται το 2023. Με την επιμήκυνση στα 50 χρόνια, οι ανάγκες θα μειωθούν μέχρι το 2040, αλλά μετά – βεβαίως – θα αυξηθούν.
-Η ελληνική διαπραγματευτική θέση έχει μετακινηθεί από τη μείωση του επιτοκίου στη μετατροπή του σε σταθερό, καθώς ανησυχεί ότι τα επόμενα χρόνια τα κυμαινόμενα επιτόκια θα αυξηθούν επιβαρύνοντας τις δαπάνες για τόκους. Η διαπραγμάτευση αφορά κυρίως τα δάνεια του πρώτου Μνημονίου, για τα οποία το επιτόκιο είναι Euribor συν 0,5% που αντιστοιχεί σήμερα σε περίπου 0,8%. Η Ελλάδα θα ήθελε να κρατήσει αυτό το επιτόκιο, ενώ θα ήταν διατεθειμένη ακόμη και να το αυξήσει ελαφρώς στο 1%, αλλά για όλη την περίοδο.
-Σε αυτή την περίπτωση, εκτιμάται ότι θα υπάρξει όφελος 25 δισ. ευρώ από τόκους στα 50 χρόνια. Εναλλακτικά προτείνεται να διατηρηθεί σταθερό για ένα διάστημα και μετά να επανεξεταστεί. Για τα επιτόκια του δεύτερου Μνημονίου θεωρείται ότι δύσκολα θα γίνει αποδεκτή μια μείωση, καθώς ο ΕFSF δανείζει στην Ελλάδα σχεδόν όσο δανείζεται και ο ίδιος.
-Η ελληνική πλευρά ζητά περίοδο χάριτος 17 χρόνια για την πληρωμή των τόκων (στα δάνεια του ΕFSF υπάρχει ήδη δεκαετής περίοδος χάριτος.
Η διαπραγμάτευση προβλέπεται μακρά και οι αποφάσεις αναμένονται τον Νοέμβριο, με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Τότε θα έχει προχωρήσει και η διαπραγμάτευση με την τρόικα για τις ενδεχόμενες νέες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας.
Η Ευρωζώνη βλέπει το θέμα συνολικά καθώς υποστηρίζει ότι το ύψος του χρέους και η βιωσιμότητά του συνδέονται με τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας και το πώς αυτές θα καλυφθούν. Αν περισσέψουν κεφάλαια από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, αυτομάτως μειώνονται οι χρηματοδοτικές ανάγκες. Και όλα αυτά, με τη σειρά τους, θα επηρεαστούν από τις εξελίξεις στα πεδία της ανάπτυξης και της εκτέλεσης του προϋπολογισμού, για τα οποία οι εκτιμήσεις θα είναι ασφαλέστερες το φθινόπωρο.
Τέλος, η Ευρωζώνη, πάντως, μάλλον προκρίνει ως ασφαλέστερη επιλογή τη σύναψη ενός ακόμη δανείου μικρού σχετικώς ύψους, που θα δεσμεύει όμως την Ελλάδα ως προς τη συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής.