Για τη «μητέρα των μαχών» με τους δανειστές, δηλαδή τη διαπραγμάτευση για το Ασφαλιστικό, προετοιμάζεται η κυβέρνηση, που διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι δεν θα προχωρήσει στη 12η κατά σειρά μείωση των κύριων συντάξεων.
Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιούνται διαδοχικές συσκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου, προκειμένου κατά την έλευση των εκπροσώπων των θεσμών η Αθήνα να μπορεί να παρουσιάσει ολοκληρωμένη πρόταση. Βασική προϋπόθεση, είναι να βρεθούν, είτε με αύξηση εσόδων είτε με μείωση δαπανών, περίπου 700 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τα Νέα, από το ποσό αυτό εκτιμάται ότι περίπου 300 εκατ. ευρώ θα μπορούσαν να εξοικονομηθούν από τις περικοπές των επικουρικών συντάξεων.
Τα υπόλοιπα περίπου 400 εκατ. ευρώ, επομένως, πρέπει να βρεθούν από αύξηση εσόδων. Εκεί είναι που εντοπίζεται τώρα ο προβληματισμός, αλλά οι πληροφορίες αναφέρουν ότι οι απόψεις διίστανται, ακόμη και εντός του οικονομικού επιτελείου.
Οι δυο εναλλακτικές εκδοχές είναι η αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών ή/και εργαζομένων και η επιβολή ενός τέλους στις τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα με υπολογισμούς κυβερνητικών στελεχών, το τέλος ένα τοις χιλίοις στις τραπεζικές συναλλαγές θα απέδιδε 700 εκατ. ευρώ, αν επιβαλλόταν σε όλες τις συναλλαγές ανεξαρτήτως ύψους, με βάση όμως τα στοιχεία για τις τραπεζικές συναλλαγές του 2014, δηλαδή προ της επιβολής των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, που περιόρισε σημαντικά το ύψος των συναλλαγών.
Αν έμπαινε πλαφόν 1.000 ευρώ για την επιβολή του τέλους στις συναλλαγές, τα έσοδα θα περιορίζονταν περίπου στα 500 εκατ. ευρώ, ενώ αν εξαιρούνταν οι μεταφορές εντός του τραπεζικού συστήματος, θα κατέβαιναν περίπου στα 300 εκατ. ευρώ. Μετά την επιβολή των capital controls όλα τα παραπάνω μεγέθη υπολογίζεται ότι πρέπει να αναθεωρηθούν σημαντικά προς τα κάτω.
Η εναλλακτική λύση της αύξησης της εισφοράς των εργοδοτών κατά 1% (ή κατά 0,5% των εργοδοτών και 0,5% των εργαζομένων) εκτιμάται ότι μπορεί κι αυτή να εξασφαλίσει τα 400 εκατ. ευρώ που αναζητούνται. Εναλλακτικά εξετάζεται και το σενάριο αύξησης των εισφορών των εργοδοτών κατά 1% και των εργαζομένων κατά 0,5%.