Ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για απιστία στην υπηρεσία, σε συνδυασμό με τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου, άσκησαν οι εισαγγελείς Διαφθοράς σε βάρος στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών το διάστημα 2001-2002, για παράνομη χρηματοδότηση Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης που εδρεύει στις ΗΠΑ με ποσό 609.000 δολάρια που εμφανίζονταν να διατίθεται για βοήθεια στην Σερβία.
Η δίωξη που ασκήθηκε μετά το πέρας προκαταρκτικής εξέτασης που διενεργήθηκε υπό την εποπτεία της Εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένης Ράικου στρέφεται κατά τεσσάρων στελεχών του υπουργείου Εξωτερικών κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα.
Συγκεκριμένα, η κατηγορία απαγγέλθηκε κατά του Γενικού Διευθυντή της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) του υπουργείου Εξωτερικών, του Διευθυντή Β5 Διευθύνσεως Αναπτυξιακής Πολιτικής, του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή ΥΔΑΣ και του Γενικού Γραμματέα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Αναπτυξιακής Συνεργασίας.
Η δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση αναμένεται να διαβιβαστεί διά του Αρείου Πάγου στη Βουλή προκειμένου να διερευνηθεί αν προκύπτουν ενδεχόμενες ευθύνες των, κατά τον χρόνο εκείνο, υπουργού και υφυπουργού Εξωτερικών.
Η υπόθεση απασχόλησε την εισαγγελία Διαφθοράς με αφορμή έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ),τον Σεπτέμβριο του 2015, του υπουργείου Εξωτερικών, η οποία διενεργεί ελέγχους σχετικά με χρηματοδοτήσεις Μη Κυβερνητικών Οργανισμών που έλαβαν χώρα κατά το παρελθόν.
Τα στοιχεία που δόθηκαν στους εισαγγελείς αφορούσαν χρηματοδότηση «που έλαβε παρανόμως υποκατάστημα στη Σερβία του εδρεύοντος στις ΗΠΑ ΜΚΟ (think tank) με την επωνυμία «East West Institute» κατά τα έτη 2001 και 2002».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας που σχημάτισαν οι εισαγγελείς, η εν λόγω χρηματοδότηση προβλεπόταν να ανέλθει στο ποσό των 900.000 δολαρίων ΗΠΑ προοριζόμενη να εκταμιευθεί σε τρεις ετήσιες δόσεις κατά τα έτη 2001-2003. Τελικώς εκταμιεύθηκαν δύο δόσεις συνολικά 609.000 δολάρια, ενώ κατά το έτος 2003 επιχειρήθηκε να δοθεί στην ΜΚΟ και το υπόλοιπο των «υπεσχημένων» εκ 300.000 δολαρίων ΗΠΑ. Οι χρηματοδοτήσεις ωστόσο έγιναν χωρίς να υπογραφεί σχετική υπουργική απόφαση, παρά τη σχετική εισήγηση των υπηρεσιακών παραγόντων.
Από την εισαγγελική έρευνα προέκυψε πως η παράδοση των χρημάτων έγινε σε μετρητά, μέσω της Ελληνικής Διπλωματικής Αρχής στη Σερβία, η οποία ανέλαβε να διεκπεραιώσει τις πληρωμές χωρίς να της έχουν τεθεί υπόψη ουσιαστικά στοιχεία για τη χρηματοδότηση.
Στην δικογραφία αναφέρεται πως τα χρήματα που έλαβε η επίμαχη ΜΚΟ, αποτελούσαν πιστώσεις του ΥΠΕΞ που προορίζονται για την κάλυψη δαπανών βοήθειας προς ξένες χώρες δηλαδή προς αλλοδαπές κρατικές οντότητες λόγω θεομηνιών, πολεμικών, πολιτικών και άλλων γεγονότων. Τα ποσά αιτιολογήθηκαν ως χρηματοδότηση δράσεων στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας για τη Νοτιανατολική Ευρώπη. Στην δικογραφία τονίζεται πως η χρηματοδότηση δόθηκε σε αλλοδαπή ΜΚΟ, την οποία αγνοούσαν οι υπηρεσίες του ΥΠΕΞ, «γεγονός που συνάγεται αδιαμφισβήτητα από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την προκαταρκτική εξέταση».
Επίσης, η χρηματοδότηση δόθηκε χωρίς να ερωτηθούν ή να εισηγηθούν, τόσο η πρεσβεία Βελιγραδίου όσο και οι αρμόδιες Διευθύνσεις του ΥΠΕΞ. Επιπλέον, από τους εισαγγελείς καταλογίζεται στους υπαιτίους πως η χρηματοδότηση δόθηκε χωρίς προηγουμένως να έχει αξιολογηθεί η σχεδιαζόμενη δράση και χωρίς να έχει σχηματισθεί πλήρης φάκελος από τον οποίο να προκύπτει η επάρκεια του προγράμματος και το εθνικό συμφέρον το οποίο επιδιώκεται να ικανοποιηθεί ή οι ευνοϊκές συνέπειες στον πληθυσμό και την οικονομία της περιοχής.
Καταλογίζεται επίσης πως η χρηματοδότηση έγινε μέσω έκδοσης χρηματικών ενταλμάτων προπληρωμής, χωρίς να υπάρχει καμία επείγουσα ή ανυπέρβλητη ανάγκη άμεσης παροχής βοήθειας η οποία να δικαιολογεί την έκδοσή τους αλλά και χωρίς να οριστεί αρμόδια υπηρεσία για την παρακολούθηση της εκτέλεσης του «προγράμματος», με αποτέλεσμα αυτό να μην παρακολουθηθεί.
Όπως αποδείχθηκε δε από την εισαγγελική έρευνα, το επίμαχο ποσό τελικώς εξυπηρέτησε τις δαπάνες συντήρησης του γραφείου του ΜΚΟ στο Βελιγράδι, τη μισθοδοσία, τη μετακίνηση και τη συμμετοχή του προσωπικού του σε συνέδρια και ομάδες εργασίας και κατά συνέπεια η διάθεσή του δεν εξυπηρέτησε κανένα εθνικό συμφέρον.
Η υπόθεση ανατέθηκε σε ανακριτή ενώπιον του οποίου θα κληθούν σε απολογία οι εμπλεκόμενοι.
in.gr