Με ταχείς ρυθμούς επεξεργάζεται το υπουργείο Εργασίας τις θεσμικές αλλαγές του νέου ασφαλιστικού ενώ τρία αγκάθια παραμένουν με αποτέλεσμα να παραμένει η απόσταση ανάμεσα στην ελληνική πλευρά και την πλευρά των Θεσμών.
Ο χρόνος ωστόσο πιέζει καθώς το νομοσχέδιο θα πρέπει να έχει κατατεθεί στη Βουλή έως τις 15 Ιανουαρίου και πρόθεση της κυβέρνησης είναι να μην γίνει αυτό με τη διαδικασία του κατεπείγοντος αλλά να γίνει αναλυτική συζήτηση στις επιτροπές και να ακολουθήσει ψηφοφορία στις αρχές του Φεβρουαρίου.
Το πρώτο σημείο στο οποίο υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο υπουργείο Εργασίας και τους δανειστές είναι το ποσοστό αναπλήρωσης καθώς η κυβέρνηση προτείνει 55%-70% για τις κύριες συντάξεις ενώ οι θεσμοί θεωρούν ανώτατο πλαφόν το 48%.
Διάσταση υπάρχει και στο θέμα των εισοδηματικών κριτηρίων καθώς οι θεσμοί έχουν ζητήσει από τον Γιώργο Κατρούγκαλο τα 384 ευρώ της εθνικής σύνταξης να καταβάλλονται στα 20 έτη απασχόλησης αντί για τα 15- και εάν ισχύσει η 15ετία να θεσπιστούν εισοδηματικά κριτήρια και το ποσό αν αντικατασταθεί από προνοιακό επίδομα.
Το τρίτο μεγάλο ζήτημα είναι το ΕΚΑΣ που οι δανειστές απαιτούν να σταματήσει να καταβάλλεται σε 70.000 χαμηλοσυνταξιούχους που θεωρούνται «προνομιούχοι»- περίπου το 20%- από τον επόμενο Μάρτιο. Αυτό θα συμβεί με τη θέσπιση αυστηρότερων εισοδηματικών κριτηρίων μέχρι την κατάργηση του ΕΚΑΣ το 2019. Για τις επιπτώσεις της μη καταβολής του ΕΚΑΣ στους πιο αδύναμους συνταξιούχους ο Έλληνας υπουργός έχει παρουσιάσει μελέτη της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωκοινοβουλίου στην πλευρά των Θεσμών.
Πληροφορίες από το υπουργείο Εργασίας αναφέρουν πως στο νέο ασφαλιστικό θα περιλαμβάνεται η πρόβλεψη για επανυπολογισμό των καταβαλλόμενων συντάξεων με βάση νέους συντελεστές αναπλήρωσης, χωρίς αυτό να σημαίνει μείωση κύριων συντάξεων- ειδικά του ΙΚΑ θεωρείται βέβαιο πως θα προστατευθούν. Κύκλοι του υπουργείου ανέφεραν πως ο επανυπολογισμός σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιηθεί λογιστικά ώστε να «απορροφηθούν» οι μειώσεις των συντάξεων τις οποίες έκρινε αντισυνταγματικές το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Από την πλευρά των δανειστών, έχει γίνει σαφές πως θέλουν ξεκάθαρα ποσοστά αναπλήρωσης με τα οποία θα υπολογιστούν παλιές και νέες συντάξεις. Χωρίς αυτά δεν βλέπουν πώς θα αποφευχθεί η μεσοσταθμική περικοπή 6% στις κύριες συντάξεις- παρά τη δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα περί «κόκκινης γραμμής» στη διαπραγμάτευση- με αποτέλεσμα να κλείσει και η «τρύπα» των 665 ευρώ στο πακέτο των 1,8 δισ. που η ελληνική πλευρά καλείται αν εφαρμόσει έως το τέλος του 2016.