Η ύφεση της ελληνικής οικονομίας φέτος θα είναι ηπιότερη σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις, είπε το ΙΟΒΕ την Τρίτη, ενώ η οικονομία θα ανακάμψει το 2017, αλλά με ρυθμό χαμηλότερο από τις προβλέψεις της κυβέρνησης και των δανειστών.
Σύμφωνα με την τριμηνιαία έκθεση του για την ελληνική οικονομία, το ΙΟΒΕ προβλέπει συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,5% φέτος έναντι της πρόβλεψης του Ιουλίου για ύφεση 1%, χάρη κυρίως στην ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης από την μείωση της ανεργίας στο δεύτερο εξάμηνο και στην ενίσχυση των επενδύσεων.
Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε με ρυθμό 0,2% πέρυσι και αναμένεται να σημειώσει ύφεση 0,3% φέτος, σύμφωνα με τις προβλέψεις της κυβέρνησης.
Για το επόμενο έτος, το ΙΟΒΕ προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει, σημειώνοντας ρυθμό ανάπτυξης 1,5 έως 2,0%, χαμηλότερα πάντως από τις προβλέψεις κυβέρνησης και δανειστών για ανάπτυξη 2,7%.
Η οικονομική ανάκαμψη θα προκύψει από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης λόγω της συνεχούς υποχώρησης της ανεργίας, την αναθέρμανση των επενδύσεων, αλλά και την αναμενόμενη ρύθμιση των μη-εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων, ανέφερε το ΙΟΒΕ.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του, η ανεργία θα υποχωρήσει περαιτέρω στο 22,5% το 2017 από 24% περίπου φέτος.
«Η προσπάθεια για μεγαλύτερο πρωτογενές αποτέλεσμα το προσεχές έτος θα βαρύνει κυρίως τα φορολογούμενα νοικοκυριά και επιχειρήσεις» επισημαίνει το ΙΟΒΕ, σημειώνοντας ότι οι άμεσοι και έμμεσοι φόροι θα αυξηθούν κατά 1,84 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο του προγράμματος διάσωσης, η κυβέρνηση στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα 1,8% του ΑΕΠ το 2017 από 0,63% φέτος.
Τίθενται οι βάσεις για βιώσιμη ανάπτυξη;
Μεγαλύτερη σημασία από τον προσδιορισμό του ακριβούς ύψους που θα κυμανθεί η ύφεση και η ανάπτυξη είναι το αν δημιουργούνται σταδιακά οι συνθήκες για βιώσιμη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, τονίζει το ΙΟΒΕ εστιάζοντας σε ένα πραγματικά κρίσιμο για την πραγματική οικονομία και τη ζωή των πολιτών ζήτημα. Όπως δε επισημαίνει, προς το παρόν οι ενδείξεις ως προς τη δημιουργία πρόσφορου εδάφους για διατηρήσιμη ανάπτυξη δεν είναι πολύ ενθαρρυντικές ούτε σε ποσότητα, ούτε σε ποιότητα.
Ειδικότερα, όπως επισημαίνει το ΙΟΒΕ «συνολικά, για το τρέχον έτος προβλέπεται οριακή ύφεση. Αυτή η βελτίωση σχετικά με το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα είναι φυσικά ευπρόσδεκτη, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από την προσοχή μας ότι η ελληνική οικονομία παρουσιάζει τους χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη για δεύτερο έτος στη σειρά, την ώρα ακριβώς που μια στροφή σε υψηλούς ρυθμούς είναι αναγκαία και επείγουσα».
Αναφορικά με τη δυναμική που αναπτύσσεται, σημειώνει ότι, τα επιμέρους δεδομένα κατά τους τρέχοντες μήνες είναι, όπως είναι ίσως φυσιολογικό, μεικτά. Συνδυασμός διαφορετικών θετικών και αρνητικών παραγόντων, όπως η ευνοϊκή επίδραση που είχαν εξωτερικές εξελίξεις στις αφίξεις τουριστών στο δεύτερο μισό του καλοκαιριού, οι χαμηλές τιμές ενέργειας διεθνώς, η αυξημένη τάση καταγραφής συναλλαγών δραστηριότητας λόγω χρήσης ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, η τάση αναπλήρωσης αποθεμάτων από τις επιχειρήσεις, η επίπτωση της αύξησης των φορολογικών συντελεστών, η επιβάρυνση του ευρωπαϊκού επενδυτικού κλίματος λόγω του δημοψηφίσματος στο Ην.Βασίλειο, και ασφαλώς η δυσχέρεια χρηματοδότησης, η υψηλή φορολόγηση και η παρατεταμένη αβεβαιότητα οδηγούν από κοινού σε μια σύνθετη εικόνα χωρίς ισχυρή τάση στο μακροοικονομικό και δημοσιονομικό επίπεδο, εξηγεί το Ίδρυμα.
«Η τελική έκβαση για την ανάπτυξη στο έτος δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί με ακρίβεια με βάση τα εκ του παρόντος διαθέσιμα στοιχεία. Όμως, στη βάση των διαθέσιμων δεδομένων, ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης για το έτος φαίνεται ότι θα κυμανθεί σε περιοχή οριακά δυσμενέστερη από ό,τι προβλέπεται από τον προϋπολογισμό και το πρόγραμμα και σε περιοχή που δεν οδηγεί σε ανατροπές την εκτέλεσή τους» επισημαίνει το ΙΟΒΕ και προσθέτει:
«Αν και η ακριβής τιμή που θα λάβει τελικά η μέτρηση του ρυθμού ανάπτυξης το τρέχον έτος έχει γίνει πρόσφατα αντικείμενο σημαντικού ενδιαφέροντος, η πραγματική σχετική της σημασία είναι περιορισμένη. Αυτό που έχει σχετικά μεγαλύτερη σημασία είναι αν δημιουργούνται σταδιακά οι συνθήκες για βιώσιμη ανάπτυξη μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Η σχετική σταθεροποίηση που επέρχεται το τρέχον διάστημα είναι μια σημαντική βάση, όμως το αν οι οριακές διακυμάνσεις θα είναι τελικά λίγο μεγαλύτερες ή μικρότερες δεν συσχετίζεται απαραίτητα με το αν τίθενται οι βάσεις για μια βιώσιμη αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας.»
» Επιπλέον, τόσο οι επενδυτές όσο και τα νοικοκυριά κινούνται, για τις σημαντικές αποφάσεις τους, με βάση τις προσδοκίες που δημιουργούνται άρα, ακόμη και βραχυπρόθεσμα, η ανάκαμψη θα παραμένει αναιμική αν δεν δημιουργηθεί πρώτα το πλαίσιο για να στηριχτούν ορθολογικές προσδοκίες για θετικές εξελίξεις στο μέλλον. Η συνεχιζόμενη επενδυτική αποχή, συμπεριλαμβάνοντας και τις εξελίξεις στην αγορά ομολόγων και το ελληνικό χρηματιστήριο τους τελευταίους μήνες, σηματοδοτεί ότι τέτοιες θετικές προσδοκίες επί του παρόντος δεν υπάρχουν σε επαρκή βαθμό».