
Επανέλαβε ότι οι διαφωνίες για τη δημοσιονομική πορεία και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για το ελληνικό χρέος δεν αφορούν σε τεχνικά ζητήματα, γι' αυτό και πρέπει να βρεθεί πολιτική λύση στο ύψιστο πολιτικό επίπεδο με τους επικεφαλής των θεσμών.
Σε ερώτηση μέχρι ποίου σημείου είναι διατεθειμένη η κυβέρνηση να υποχωρήσει για το κλείσιμο της αξιολόγησης, ο κ. Τζανακόπουλος απάντησε ότι εάν υπάρξει συμφωνία για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα και για το δημοσιονομικό μονοπάτι μετά το 2018, τότε «είμαστε ανοιχτοί να συζητήσουμε για τον μηχανισμό αυξημένων εγγυήσεων», αλλά σε καμία περίπτωση δεν συζητάμε νομοθέτηση νέων μέτρων.
Διευκρινίζοντας τι θα περιλαμβάνει αυτός ο μηχανισμός, ανέφερε ότι θα υπάρξει μια συζήτηση παρόμοια με εκείνη που έγινε για το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης, αν και -πρόσθεσε- δεν θα υπάρξει λόγος να εφαρμοστεί ένας τέτοιος μηχανισμός, γιατί η οικονομία υπεραποδίδει.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέλαβε ότι η αξιολόγηση δεν κλείνει εξαιτίας των παράλογων απαιτήσεων του ΔΝΤ και ότι ο χρόνος για την ολοκλήρωση της διαδικασίας θα εξαρτηθεί από το πότε το Ταμείο θα αποφασίσει για τη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.
Ωστόσο, διευκρίνισε, στο υποθετικό -όπως το χαρακτήρισε- σενάριο που το ΔΝΤ αποφασίσει τη μη συμμετοχή του, θα υπάρξει νέα συμφωνία που θα πρέπει να εγκριθεί από κοινοβούλια ως προς το σκέλος των συμμετεχόντων στο πρόγραμμα και όχι ως προς το σκέλος των μέτρων και των στόχων του προγράμματος.
Αναφορικά με τις δηλώσεις Σόιμπλε σχετικά με το ΔΝΤ, ο κ. Τζανακόπουλος επέμεινε ότι το Βερολίνο άνοιξε ένα παράθυρο για τη μη συμμετοχή του στο πρόγραμμα.
Σε ερώτηση για τον εκλογικό νόμο, ο κ. Τζανακόπουλος έκανε αναφορά στη στάση του ΠΑΣΟΚ λέγοντας πως αν θέλει να κάνει την αυτοκριτική του και να καταθέσει πρόταση για την καθιέρωση της απλής αναλογικής, η κυβέρνηση θα μπορούσε να τη συζητήσει.
Για το Κυπριακό
Ο Δημήτρης Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι κορυφαία προτεραιότητα της κυβέρνησης και κορυφαία εθνική προτεραιότητα αποτελεί η επιτυχής κατάληξη των συνομιλιών για το Κυπριακό.
Τόνισε ότι ο πρωθυπουργός είναι σε διαρκή συνεννόηση και στηρίζει τις προσπάθειες του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα, προς όφελος του συνόλου του κυπριακού λαού. Χαρακτήρισε σημαντικά τα βήματα προόδου στη Γενεύη για το Κυπριακό:
«Επιτέλους, έπειτα από μήνες προσπάθειας της ελληνικής πλευράς και ειδικότερα του υπουργού Εξωτερικών, ώστε να τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το θέμα των εγγυήσεων και της ασφάλειας, αρχίζουν οι συνομιλίες και στον τομέα αυτό. Οι συνομιλίες θα διεξαχθούν 18-20 Ιανουαρίου σε τεχνικό και διπλωματικό επίπεδο στην Ελβετία, εκεί όπου η Ελλάδα θα εκπροσωπηθεί από διαπραγματευτική ομάδα υπό τον γγ του ΥΠΕΞ.
Αναφορικά με δημοσιεύματα και σχόλια που έχουν υπάρξει τις τελευταίες μέρες ένθεν κακείθεν, για τη στάση της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των συνομιλιών στη Γενεύη, υπογράμμισε ότι αυτά «δεν εξυπηρετούν κανέναν άλλον, παρά μόνο τους αρνητές της δίκαιης και βιώσιμης επίλυσης του Κυπριακού, εντός και εκτός Ελλάδας». Σημείωσε ότι «ο υπουργός Εξωτερικών προώθησε με επιτυχία τη στρατηγική που έχουμε χαράξει από κοινού με την Κυπριακή Δημοκρατία, εξασφαλίζοντας την έναρξη των συνομιλιών που ζητούσαμε τόσον καιρό για τις εγγυήσεις και την ασφάλεια». «Συνομιλίες», πρόσθεσε, «που θα είναι εντατικές, αλλά χωρίς τεχνητά χρονοδιαγράμματα».
Τόνισε ότι «η κυβέρνηση, ενιαία και συμπαγής, συνεχίζει τη σκληρή δουλειά σε διαρκή επικοινωνία και πλήρη συντονισμό με τις κυπριακές αρχές, καταθέτοντας προτάσεις ώστε να εξευρεθεί κοινό έδαφος στο πλαίσιο των τεχνικών συνομιλιών». Υπογράμμισε ότι «η απάντηση του πρωθυπουργού στην αδιαλλαξία της άλλης πλευράς, είναι και θα είναι ο διάλογος, με απόλυτη προσήλωση στις αρχές μας» και πως «η ελληνική κυβέρνηση, σε πείσμα όσων φοβούνται ότι μπορεί να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση, επιμένει ότι πυξίδα της δεν πρόκειται να γίνει ποτέ η φοβικότητα, η άρνηση και τα προσχήματα».