Τυπικά έχουμε να κάνουμε με καταρρεύσεις εθνικών νομισμάτων που προκύπτουν από διαφορετικούς λόγους.
Στην περίπτωση της Αργεντινής είναι η αποτυχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας της κυβέρνησης Μάκρι και η διαπιστωμένη αδυναμία να ανταποκριθούν απέναντι στις υποχρεώσεις τους προς το ΔΝΤ.
Στην περίπτωση της Τουρκίας η κατάρρευση της τουρκικής λίρας είχε σημείο εκκίνησης την αναγγελία κυρώσεων από τη μεριά των ΗΠΑ για τη συνεχιζόμενη κράτηση του αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον.
Όμως και στις δύο περιπτώσεις, όπως και σε μια σειρά από άλλες χώρες, όπως η Νότια Αφρική, αλλά εν μέρει το Μεξικό, η Ινδονησία, η Ινδία, βλέπουμε να εμφανίζονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά: Αυξανόμενο εξωτερικό χρέος, επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και σχετική υποχώρηση στα συναλλαγματικά διαθέσιμα. Όλα αυτά τις κάνουν περισσότερο ευάλωτες σε «εξωτερικά σοκ».
Θα έλεγε κανείς ότι πίσω από την εικόνα μιας παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης συσσωρεύονται εκρηκτικά υλικά στην παγκόσμια οικονομία και δυναμικές που μπορούν να έχουν απρόβλεπτα αποτελέσματα, που καθορίζονται από μερικές βασικές παραμέτρους:
Η πρώτη είναι η επιμονή της Fed να επιμείνει στον τερματισμό της «ποσοτικής χαλάρωσης» (και αντίστοιχα και της ΕΚΤ) που με τη σειρά της γεννά προσδοκίες για περαιτέρω αυξητική πορεία των επιτοκίων άρα και ένα τέλος στην ύπαρξη φτηνού χρήματος στις παγκόσμιες αγορές.
Έπειτα έχουμε όλη τη συζήτηση περί «εμπορικών πολέμων» που έχει ξεσπάσει σε σχέση με τις κινήσεις της κυβέρνησης Τραμπ. Όλα αυτά επιτείνουν την ανησυχία των επενδυτών που αναζητούν «ασφαλές καταφύγιο» στο δολάριο.
Αυτά στο συνδυασμό τους σημαίνουν αρκετά μαζική φυγή κεφαλαίων από τις αναδυόμενες ή περιφερειακές οικονομίες προς το κέντρο, κάτι που διαμορφώνει ακόμη πιο πιεστική συνθήκη για χώρες σαν την Τουρκία ή την Αργεντινή. Όταν οι επενδυτές βλέπουν π.χ. αδυναμία της κυβέρνησης Μάκρι να τιθασεύσει τον πληθωρισμό ή αποτυχία της κυβέρνησης Ερντογάν να τιθασεύσει τη σχετική υπερχρέωση της χώρας, τότε είναι λογικό να σκέφτονται να μεταφέρουν κεφάλαια και όχι να επενδύσουν.
Σε αυτά προστίθεται μια σχετική αύξηση των τιμών του αργού πετρελαίου, εν μέρει μεθοδευμένη και από τον ΟΠΕΚ ώστε να αυξηθεί το εισόδημα των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, εν μέρει αποτέλεσμα και της πίεσης των ΗΠΑ κατά του Ιράν. Ακριβότερο πετρέλαιο σημαίνει αυξημένο κόστος παραγωγής για χώρες όπως η Τουρκία, η Αργεντινή και η Νότια Αφρική που εξαρτώνται από τις ενεργειακές ροές.
Όταν όλα αυτά συνδυάζονται με αυξημένα ελλείμματα είτε στο εμπορικό ισοζύγιο είτε στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, με πληθωριστικές τάσεις, προβλήματα στον έλεγχο των δημόσιων δαπανών και υψηλά επίπεδα χρέους, τότε έχουμε οικονομίες εξαιρετικά ευάλωτες σε τυχόν αποφάσεις των ξένων επενδυτών να αποσύρουν μαζικά κεφάλαια.
Υπόβαθρο όλων αυτών είναι και τα πραγματικά όρια της δυναμικής της παγκόσμιας ανάκαμψης. Η γενική εικόνα ότι σταθεροποιείται μια αναπτυξιακή πορεία για το 2018 και το 2019 (3,9% είναι η τελευταία πρόβλεψη του ΔΝΤ παγκοσμίως, αλλά με πρόβλεψη επιβράδυνσης μικρής το 2019 και για τις ΗΠΑ και για τη ζώνη του ευρώ) και ότι αυτό επιτρέπει συνθήκες «κανονικοποίησης» της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή σταδιακού τερματισμού των πολιτικών «ποσοτικής χαλάρωσης» που επέτρεψαν την ανάκαμψη μετά την οικονομική κρίση, είναι η μία όψη.
Η άλλη όψη περιλαμβάνει και το γεγονός ότι η κερδοφορία των παραγωγικών κλάδων δεν έχει ανακάμψει στον ίδιο βαθμό με την αυξητική τάση στις αγορές αξιών (με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μεγάλη αύξηση της Wall Street) και ότι υπάρχει μια υπερδιόγκωση του συνολικού χρέους παγκοσμίως, η εξυπηρέτηση του οποίου υπάρχει κίνδυνος να γίνει πιο δύσκολη το επόμενο διάστημα εάν αυξηθούν τα επιτόκια, με υπαρκτό το ενδεχόμενο για εμφάνιση ανοιχτών κρίσεων χρέους σε σημαντικούς περιφερειακούς σχηματισμούς. Κάτι που θα μπορούσε να έχει αλυσιδωτά αποτελέσματα στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας.
Επομένως, τα θετικά στοιχεία για την αμερικανική οικονομία (π.χ. η υποχώρηση της ανεργίας σε ιστορικά χαμηλά σημείο) η αίσθηση ότι η κινεζική κυβέρνηση διατηρεί τον έλεγχο πάνω στα προβλήματα της κινεζικής οικονομίας και η αίσθηση ότι η Ευρωζώνη βαδίζει σε πιο ήρεμα νερά μετά και το συμβολικό «τέλος του ελληνικού προγράμματος» (αν και με πάντα ανοιχτό το ερώτημα του ιταλικού χρέους) δεν αναιρούν το ενδεχόμενο να έχουμε έντονα φαινόμενα κρίσης στην περιφέρεια της παγκόσμιας οικονομίας που με τη σειρά τους να επηρεάσουν και το κέντρο.
Όλα αυτά γεννούν ένα περιβάλλον δομικής αστάθειας που δείχνει ότι 10 χρόνια μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers η παγκόσμια οικονομία απέχει από το να έχει ξεπεράσει το σύνολο των αντιφάσεων που οδήγησαν στην προηγούμενη κρίση.
Όμως, μέχρι τώρα η αμφισβήτηση μιας αρχιτεκτονικής για την «παγκοσμιοποίηση» που προϋπήρξε της κρίσης και εν πολλοίς συνεχίστηκε και μετά, αμφισβήτηση που έχει πάρει διάφορες μορφές με κυριότερη την επιστροφή της έννοιας του «εμπορικού πολέμου», αποτελεί περισσότερο σύμπτωμα μιας περιόδου μετάβασης, παρά σαφής απάντηση.
Ίσως, γιατί τόσο στους διεθνείς οργανισμούς όσο και στις κυβερνήσεις των ηγετικών κρατών δείχνουν να απουσιάζουν τόσο τα εργαλεία σκέψης όσο και οι πολιτικές προτάσεις που θα εξασφάλιζαν ταυτόχρονα υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης με την έμφαση στην πραγματική οικονομία και τη μεγαλύτερη ισορροπία στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίων.
Παναγιώτης Σωτήρης
in.gr