7 Αυγ 2018

Τώρα αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα στην οικονομία

Τώρα αρχίζουν τα πραγματικά δύσκολα στην οικονομία | in.grΜέχρι τώρα η κυβέρνηση προσπάθησε να πείσει ότι τα πραγματικά δύσκολα είναι πίσω μας και τώρα μπαίνουμε στο δρόμο της εξόδου από τα μνημόνια και της δίκαιης ανάπτυξης.


Βέβαια, η πραγματικότητα είναι κάπως διαφορετική. Αυτό που είναι «πίσω μας» είναι το πολιτικό κόστος από τη διαδικασία ψήφισης των περισσότερων από τις «μνημονιακές» δεσμεύσεις της κυβέρνησης, δηλαδή ο πολιτικός και κοινωνικός αντίκτυπος από το ότι τα μέτρα αυτά επρόκειτο να ψηφιστούν.

Όμως, το πραγματικό κόστος αρκετών μέτρων όπως και η ασφυκτική επιτήρηση της ελληνικής οικονομίας για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι στοιχεία μπροστά μας.

Πάνω από όλα αυτό που είναι μπροστά μας είναι το διαρκές πρόβλημα του χρέους, καθώς η συμφωνία του Eurogroup έδωσε μια κρίσιμη ανάσα χρόνου στη δεκαετία 2022-2032 αλλά δεν έκανε την κρίσιμη τομή που θα έκλεινε τον κρίσιμο κύκλο της υπερχρέωσης.

Υποχρεωτική η εφαρμογή όλων των μέτρων
Σε αυτό το φόντο πληθαίνουν τα διαρκή μηνύματα από τους «θεσμούς» ότι πρέπει να υπάρξει απαρέγκλιτη εφαρμογή των ψηφισμένων και συμφωνημένων μέτρων.

Το πρώτο μήνυμα ήταν η ίδια η απόφαση του γερμανικού κοινοβουλίου για την συναίνεση στην εκταμίευση της τελευταίας δόσης του ESM. Η απόφαση κάνει σαφές ότι τα επόμενα βήματα θα περνούν από την αξιολόγηση της πορείας της χώρας, ενώ σε σχέση με τον μειωμένο ΦΠΑ στη νησιά που παρατάθηκε για 6 μήνες με αντιστάθμισμα μείωση των αμυντικών δαπανών, είναι σαφές ότι η πλειοψηφία της Γερμανικής Βουλής αναμένει ότι στη συνέχεια θα επανέλθει κανονικά. Σε ένα τέτοιο φόντο είναι πολύ δύσκολο να δεχτούν παρεκκλίσεις από τα όσα μέτρα έχουν συμφωνηθεί.

Το δεύτερο μήνυμα ήταν η έκθεση του ΔΝΤ. Για την ακρίβεια αυτό ήταν ένα από τα μηνύματα από την έκθεση του ΔΝΤ. Το Ταμείο μπορεί να διαφωνεί με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως προς την μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αλλά επίσης θεωρεί αυτονόητη την εφαρμογή όλων των μέτρων.

Το τρίτο μήνυμα ήταν οι παρεμβάσεις του εκπροσώπου του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ ο οποίος υπογράμμισε ότι η 20η Αυγούστου «θα είναι ένα σημαντικό βήμα για τη χώρα», επισημαίνοντας συγχρόνως ότι «η Ελλάδα θα πρέπει τώρα να αποδείξει στους εταίρους της και στις αγορές της ότι δεσμεύεται να μην αντιστρέψει τις μεταρρυθμίσεις, για να γίνει μια ισχυρή οικονομία δημιουργώντας ανάπτυξη και θέσεις εργασίας».

Οι πολλαπλές μορφές εποπτείας και επιτήρησης
Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους είναι η θέση ότι μετά το τυπικό τέλος του «ελληνικού προγράμματος» η χώρα θα έχει το περιθώριο να διαλέγει τα μέσα πολιτικής, υπό την προϋπόθεση ότι θα πιάνει τους δημοσιονομικούς κανόνες.

Στην πραγματικότητα η χώρα θα είναι υπό διαρκή εποπτεία και επιτήρηση και οι «θεσμοί» θα έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν σε όλες τις όψεις της ασκούμενης πολιτικής.

Οι μορφές αυτές περιλαμβάνουν:

Την «ενισχυμένη εποπτεία» που θα σημαίνει αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας 4 φορές το χρόνο.
Την αξιολόγηση από το Eurogroup 2 φορές το χρόνο για να «αποδεσμεύονται» οι παρεμβάσεις που προβλέπονται στη συμφωνία για το ελληνικό χρέος, δηλαδή τα 600 εκατομμύρια από τα κέρδη των ομολόγων και τα 200 εκατομμύρια από τη μείωση επιτοκίων
Τις ανά εξάμηνο εκθέσεις της Κομισιόν, που αποτελούν την «κλασική» μεταμνημονιακή εποπτεία, όπως έγινε και με άλλες χώρες που είχαν μπει σε «πρόγραμμα».
Το «Ευρωπαϊκό Εξάμηνο», που είναι ένας «κανονικός» ευρωπαϊκός θεσμός, δεν συνδέεται δηλαδή με κάποιο ειδικό πρόγραμμα, και το οποίο σημαίνει διαρκή παρακολούθηση της σύνταξης και της εκτέλεσης των προϋπολογισμών των κρατών μελών.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι κάθε άλλο παρά ελεύθερη θα είναι η ελληνική κυβέρνηση να κάνει ό,τι θέλει ή να παρεκκλίνει από το πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί.

Ή για να το πούμε διαφορετικά για κάθε δήλωση του Μοσκοβισί που θα αφήνει ένα περιθώριο για αλλαγές, θα υπάρχουν πολύ περισσότερες σε εξέλιξη διαδικασίες αξιολόγησης για να εξασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξουν αλλαγές.

Τα ερωτήματα για τη βιωσιμότητα του χρέους και η «έξοδος στις αγορές»
Ένα από τα μεγαλύτερα ερωτήματα που μεσοπρόθεσμα θα κληθεί να αντιμετωπίσει η ελληνική οικονομία είναι το θέμα του χρέους. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και στο πιο αισιόδοξο σενάριο η Ελλάδα σε όλη την δεκαετία του 2020 θα είναι σε επίπεδα χρέους που το 2009 θα τα θεωρούσαμε ότι απαιτούν την υπαγωγή σε μνημόνιο.

Εδώ είναι που κρίνονται δύο βασικές παράμετροι: η ικανότητα αποπληρωμής του και η ικανότητα εξασφάλισης πρόσβασης στις αγορές.

Ως προς την ικανότητα αποπληρωμής του, όλα δείχνουν ότι χωρίς λήψη μέτρων αναδιάρθρωσής του, κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας του 2030 οι δαπάνες αποπληρωμής του θα ξαναγίνουν υπέρογκές καθώς οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν το 20% του ΑΕΠ

Ως προς την πρόσβαση στις αγορές, αυτή τη στιγμή η χώρα διαθέτει ένα χρηματοδοτικό «μαξιλάρι» 24,1 δισεκατομμύρια ευρώ ενώ υπάρχουν και τα repos στα οποία έχει προχωρήσει το υπουργείο Οικονομικών «μαζεύοντας» τα ταμειακά διαθέσιμα των φορέων της γενικής κυβέρνησης. Αυτό αρκεί για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για τους επόμενους 20 μήνες.

Αυτό επιτρέπει την «επιστροφή στις αγορές» με προσεκτικά βήματα, αλλά δεν αναστέλλει για πολύ τη «στιγμή της αλήθειας».

Η κυβέρνηση θα ήθελε να εκμεταλλευθεί την επόμενη περίοδο ώστε να κάνει προσεκτικά ανοίγματα στις αγορές, με επιτόκια που δεν θα είναι υπέρογκα.

Όμως, σε αυτό το δρόμο υπάρχουν ήδη εμπόδια:

Η έκθεση του ΔΝΤ μπορεί να συμπίπτει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την περίοδο έως το 2032, στιγμή κατά την οποία με βάση την συμφωνία του Eurogroup θα κριθεί ξανά η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και θα ληφθούν, εάν χρειαστεί  νέα μέτρα αναδιάρθρωσης, όμως, θέτει ζήτημα εκτροχιασμού του ελληνικού χρέους από το 2038 και μετά. Αυτό ρίχνει μια σκιά στο μεσοπρόθεσμο δανεισμό της χώρας.
Έπειτα υπάρχει η αναμονή για την Έκθεση Αξιολόγησης για το ελληνικό χρέος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που αναμένεται τον Οκτώβριο. Οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι θα είναι πιο κοντά στις εκτιμήσεις του ΔΝΤ παρά στις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η τρέχουσα συμφωνία για το ελληνικό χρέος, δηλαδή θα αποδέχεται τη βιωσιμότητα μέχρι το 2032, αλλά για την μετέπειτα περίοδο θα θεωρεί ότι δεν θα μπορεί να μείνει εντός των συμφωνηθέντων ορίων.
Όλα αυτά συνδυάζονται και με παραμέτρους που αφορούν την ευρύτερη συγκυρία. Η αναστάτωση στις διεθνείς αγορές αναμένεται να επηρεάσει και τις αγορές ομολόγων και άρα αυτό θα σημαίνει πιο ακριβό δανεισμό για τη χώρα.
Στα εμπόδια αυτά προστέθηκε και η απροθυμία της ΕΚΤ είτε να εντάξει, έστω και συμβολικά, μια που το πρόγραμμα τελειώνει, την Ελλάδα στη λεγόμενη «ποσοτική χαλάρωση» (QE), είτε να παρατείνει την κατ’ εξαίρεση αποδοχή των ελληνικών ομολόγων (το λεγόμενο waiver) μετά το τέλος του προγράμματος. Και αυτό είναι ένα συμβολικό «χτύπημα» στην ικανότητα της Ελλάδας να επιστρέψει άμεσα στις αγορές με ένα επιτόκιο που θα εμπνέει εμπιστοσύνη.

Ο τρόπος μάλιστα που παρουσίασε το συγκεκριμένο θέμα πρόσφατο άρθρο της γερμανικής εφημερίδας Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), είναι έτσι ενδεικτικός εφόσον υπογραμμίζει ότι «τις επόμενες μέρες η κυβέρνηση και οι τράπεζες στην Ελλάδα θα λάβουν όχι καλά νέα από την ΕΚΤ. Διότι μαζί με το τέλος του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας τελειώνει και η προνομιακή μεταχείριση για την αναχρηματοδότηση των τραπεζών. Παράλληλα, η ΕΚΤ θα σβήσει τις ελπίδες των Ελλήνων να συμμετάσχει η χώρα τους έστω και για λίγους μήνες στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της κεντρικής τράπεζας (QE)».

Τα όρια των υπερπλεονασμάτων
Όμως, ο μεγαλύτερος μπελάς της κυβέρνησης, μια που αφορά την ικανότητα της κυβέρνησης να επιδείξει «κοινωνικό πρόσωπο», αφορά τη διαχείριση των πλεονασμάτων.

Καταρχάς, όλες οι ενδείξεις είναι ότι είναι αδύνατο για την κυβέρνηση να μην εφαρμόσει τα μέτρα ή οι ευρωπαϊκοί θεσμοί να το επιτρέψουν.

Ας μην ξεχνάμε ότι έχουμε μπει στον εκλογικό κύκλο των ευρωεκλογών και σε όλη την Ευρώπη οι κυβερνήσεις αισθάνονται την πίεση από λαϊκιστικά και ακροδεξιά κόμματα, όπως η Afd στη Γερμανία, και δύσκολα θα μπορούν να δώσουν την εικόνα ότι επιτρέπουν στους «Έλληνες να κάνουν ό,τι θέλουν σε βάρος του γερμανού φορολογούμενου».

Έπειτα, δεδομένου ότι τα πλεονάσματα αφορούν την αποπληρωμή του χρέους, το κλειδί είναι τα «υπερπλεονάσματα», ή για να χρησιμοποιήσουμε πιο τεχνική ορολογία, ο «δημοσιονομικός χώρος» που θα δημιουργείται κάθε χρονιά.

Αυτός εξαρτάται όχι μόνο από τη συνέχιση των πολιτικών λιτότητας αλλά και από τη διατήρηση σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, την ώρα που για παράδειγμα υπάρχει κίνδυνος παρά την υπερφορολόγηση να μην έχουμε σημαντική αύξηση εσόδων.

Σημειώνουμε πάντως ότι κανονικά το 2018 είναι χρονιά με μικρό σχετικά «δημοσιονομικό χώρο», εφόσον με βάση το Μεσοπρόθεσμο θα φτάσει μόλις το 0,06% του ΑΕΠ, εκτός και εάν ξεπεραστούν οι προβλέψεις. Κανονικά δηλ. η κυβέρνηση επρόκειτο να ανακοινώσει μέτρα με βάση τον προβλεπόμενο «δημοσιονομικό χώρο» του 2019, 0,46% του ΑΕΠ ή 868 εκατομμύρια ευρώ. Εξ ου και ότι κυρίως αυτά υποτίθεται ότι θα αφορούσαν φοροαπαλλαγές.

Σε αυτό προστίθεται η αναζήτηση διαρκώς πιθανού χώρου για το θέμα των συντάξεων, όπου η δυσκολία είναι διπλή: αφενός η άρνηση των δανειστών να συναινέσουν, σε μια φάση που η «γνώμη τους μετράει» σε αποφάσεις όπως π.χ. η χορήγηση των κερδών των ομολόγων, αφετέρου ότι ακόμη και να προχωρούσε μια τέτοια παρέκκλιση θα συμπαρέσυρε πιθανώς το κοινωνικό πακέτο που είχε οριστεί ως «αντίμετρα» από τη μεριά της κυβέρνησης.

Σε κάθε περίπτωση, με ορόσημο τη ΔΕΘ, η κυβέρνηση καλείται να λύσει μια δύσκολη εξίσωση, που δεν περιλαμβάνει μόνο την αναζήτηση συνεννόησης με τους δανειστές, αλλά και τις πραγματικές δυσκολίες της χάραξης πολιτικής στη μεταμνημονιακή εποχή. 


in.gr