Φτωχή χώρα από την οποία χιλιάδες άνθρωποι μετανάστευσαν στα τέλη του 19ου αιώνα, η Σουηδία μετατράπηκε τον 20ό αιώνα σε χώρα υποδοχής οικονομικών μεταναστών, αντιφρονούντων και διωκόμενων.
Από χώρα αποδήμων σε χώρα υποδοχής μεταναστών
Περίπου 1,5 εκατομμύριο άνθρωποι μετανάστευσαν από τη Σουηδία μεταξύ του 1850 και του 1920 για να γλιτώσουν από τον λιμό και τις άθλιες συνθήκες ζωής, κατευθυνόμενοι κυρίως στη Βόρεια Αμερική.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Σουηδία εισάγει εργατικό δυναμικό για τις βιομηχανίες της: Φινλανδοί, Ιταλοί, Έλληνες, Ισπανοί, Γιουγκοσλάβοι εγκαθίστανται τα χρυσά χρόνια (1950-1980) στη χώρα για να εργαστούν στα ορυχεία, τη χαλυβουργία και την υφαντουργία.
«Εβραϊκό» διαβατήριο το 1938
Μπροστά στην εισροή Εβραίων από την Αυστρία και στη συνέχεια από τη Γερμανία το 1938, οι σουηδικές αρχές σκληραίνουν τους όρους υποδοχής του, ενώ παράλληλα διευκολύνουν την είσοδο στη χώρα ανθρώπων που θεωρούνται «άριοι».
Το φθινόπωρο του 1938 το σουηδικό υπουργείο Εξωτερικών ζήτησε από το Βερολίνο να διασφαλίσει ότι θα υπάρχει ειδική σήμανση στα εβραϊκά διαβατήρια. Κι έτσι στις 5 Οκτωβρίου η Γερμανία αποφάσισε ότι όλα διαβατήρια των Εβραίων θα φέρουν μια μεγάλη, κόκκινη σφραγίδα με το γράμμα “J”.
Στις αρχές του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου η Σουηδία δέχθηκε 3.000 Εβραίους πρόσφυγες από τους συνολικά 300.000 που εγκατέλειψαν τη Γερμανία από το 1933 και μετά.
Γέννηση μιας «ανθρωπιστικής υπερδύναμης»
Μετά τον Β’ παγκόσμιο Πόλεμο και η Σουηδία ανακαλύπτει τους ήρωές της.
Ο Ράουλ Βάλενμπεργκ, ένας διπλωμάτης στη Βουδαπέστη, έσωσε χιλιάδες Εβραίους προτού συλληφθεί από τους Σοβιετικούς. Πέθανε υπό κράτηση στη Μόσχα στα τέλη της δεκαετίας του 1940.
Επισήμως η Σουηδία ήταν ουδέτερη την περίοδο 1939-1945 και έκτοτε αναλαμβάνει να διαδραματίσει έναν ρόλο μεσολαβητή σε ανθρωπιστικές κρίσεις.
Καταφύγιο για τους κατατρεγμένους
Η Σουηδία γίνεται χώρα υποδοχής για τους κατατρεγμένους, για ανθρώπους που φεύγουν για να γλιτώσουν από τα αποικιοκρατικά καθεστώτα στην Ασία, από δικτατορίες στη Λατινική Αμερική, αλλά και για χριστιανούς από τη Μέση Ανατολή.
Ο Σοσιαλδημοκράτης Ούλοφ Πάλμε, πρωθυπουργός της Σουηδίας τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, αναδείχθηκε ήρωας των μαχών για την ανεξαρτησία από το Βιετνάμ ως τη Νότια Αφρική, από την Καμπότζη ως τα παλαιστινιακά εδάφη.
Τις δεκαετίες 1970 και 1980 η Σουηδία δέχεται Ιρανούς, Χιλιανούς, Λιβανέζους, Πολωνούς και Κούρδους. Η μετανάστευση είναι μαζική, όμως η χώρα παραμένει φιλόξενη. Η συζήτηση για την υποδοχή των μεταναστών φαίνεται να αρχίζει με την κατάρρευση της πρώην Γιουγκοσλαβίας που οδήγησε περίπου 125.000 ανθρώπους να αναζητήσουν καταφύγιο στη Σουηδία από το 1991 ως το 1995.
Η στροφή του 2015
Τον Αύγουστο του 2014 ο συντηρητικός πρωθυπουργός Φρέντρικ Ράινφελντ ζήτησε από τους Σουηδούς «να ανοίξουν την καρδιά τους» για να δεχθούν τους αιτούντες άσυλο από τη Συρία, το Αφγανιστάν και το Ιράκ.
Τον Σεπτέμβριο του 2015 ο Σοσιαλδημοκράτης διάδοχός του Στέφαν Λεβέν συνεχίζει την ίδια πολιτική. «Η δική μου Ευρώπη δεν εγείρει τείνει, τείνουμε το χέρι, όταν το απαιτεί η περίσταση», είχε τονίσει.
Εκείνη τη χρονιά φτάνουν στη Σουηδία 160.000 αιτούντες άσυλο.
Από το 2012 ως το 2017 η σουηδική υπηρεσία έχει καταγράψει σχεδόν 400.000 αιτήσεις για την παροχή ασύλου, το ένα τρίτο εκ των οποίων έχουν καταθέσει Σύροι. Περισσότερες από 226.000 έχουν γίνει δεκτές.
Το 2017 η Σουηδία μετρούσε 1,9 εκατομμύρια ανθρώπους που είχαν γεννηθεί στο εξωτερικό, δηλαδή το 18,5% του πληθυσμού της.