Πριν από μερικές εβδομάδες ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι αντάλλαξε το Μακεδονικό με το πάγωμα της περικοπής των συντάξεων. Ανάλογα δημοσιεύματα στον ελληνικό τύπο είχαν προκαλέσει σάλο με το Μαξίμου να μιλά για αθλιότητες αλλά και να προβάλει εκτενώς τις δηλώσεις της Ανγκ. Μέρκελ και άλλων ευρωπαίων αξιωματούχων που διέψευδαν αυτό το γεγονός.
Μέχρι που ήρθε το έγκυρο Politico για να ταράξει ξανά τα νερά.
Οι επιλύσεις διμερών διαφορών σπανίως είναι διμερής υπόθεση. Αυτή είναι μια αλήθεια την οποία τείνουμε να ξεχνούμε ορισμένες φορές, παρότι ήμαστε μια χώρα που χρωστά την επίτευξη της ανεξαρτησίας της όχι μόνο στον ηρωικό αγώνα του ένοπλου λαού της αλλά και σε μια «αλλαγή παραδείγματος» στην πολιτική των «Μεγάλων Δυνάμεων» που οδήγησε από την εχθρότητα της Ιερής Συμμαχίας σε κάθε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, στην εκτίμηση ότι η διαδοχικές αναγνωρίσεις κρατών θα αποδιαρθρώσουν καλύτερα την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αυτό αποκτά ξεχωριστή σημασία σε ένα διεθνές τοπίο και σύνθετο και αντιφατικό, όπου μπορεί όλοι να ομνύουν στο όνομα του διεθνούς δικαίου, εντούτοις προσπαθούν με κάθε τρόπο να κατοχυρώσουν θέσεις σε γεωπολιτικό ανταγωνισμό που γίνεται όλο και πιο οξυμμένος.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί ζητήματα που ήταν εν υπνώσει για αρκετό καιρό, ή τουλάχιστον όχι σε κάποια μεγάλη έξαρση, επανέρχονται στο προσκήνιο και επιταχύνεται η όποια επίλυσή τους.
Με αυτή την έννοια το «Μακεδονικό» δεν οδηγήθηκε σε μια λύση, η οποία, όπως και εάν τη δει κανείς, είτε ως αναγκαίο συμβιβασμό είτε ως επώδυνη υποχώρηση, δεν ήταν αυτονόητη το προηγούμενο διάστημα, απλώς και μόνο επειδή υπήρξε πνεύμα συνεννόησης ανάμεσα σε δύο κυβερνήσεις που μπορεί να μην είχαν για το συγκεκριμένο θέμα τις δεσμεύσεις των προηγουμένων. Πλάι σε αυτή την παράμετρο υπήρξε σαφώς και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του ξένου παράγοντα.
Το ενδιαφέρον του ξένου παράγοντα για την επίλυση του Μακεδονικού
Όπως από την αρχή που άνοιξε αυτό το ζήτημα έχει υποστηριχτεί, γύρω από την επιτάχυνση των προσπαθειών επίλυσης της διαφοράς ανάμεσα στην Ελλάδα και την ΠΓΔΜ, που έδειχνε για αρκετά χρόνια να βρίσκεται σε στάσιμη κατάσταση, παρά την καταδίκη της Ελλάδας για παραβίαση της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας», υπήρξε μια σύγκλιση διαφορετικών, αλλά όχι ανταγωνιστικών επιδιώξεων.
Από τη μια ήταν το ερώτημα ενός νέου κύκλου διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικά η Γερμανία θεωρούσε ότι η Ευρώπη χρειαζόταν ένα νέο κύκλο διεύρυνσης στα Βαλκάνια, εκτιμώντας ότι αυτό θα κατοχύρωνε τη θέση της ΕΕ. Η συγκυρία μάλιστα του Brexit ως ένα «τραύμα» στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα επιτάχυνε αυτή την τάση.
Από την άλλη, ήταν η επικέντρωση του γεωπολιτικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία στα Δυτικά Βαλκάνια, άρα τη Σερβία και την ΠΓΔΜ. Η τυπική ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ μπορούσε να λειτουργήσει και ως τμήμα μιας ιδιότυπης «περικύκλωσης» της Σερβίας, της μόνης χώρας που προς το παρόν επιμένει να διατηρεί αρκετά καλές σχέσεις με τη Ρωσία.
Αυτό διαμόρφωνε ξανά ένα έντονο ενδιαφέρον για την ΠΓΔΜ και αναζωπύρωσε τις προσπάθειες επίλυσης του ζητήματος. Στο βαθμό που εκκρεμούσε η ελληνική αντίρρηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ με την προσωρινή ονομασία, αντίρρηση που είχε διατυπωθεί από τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008, ήταν προφανές ότι χρειαζόταν μια πλήρης λύση του ζητήματος.
Το περίγραμμα της λύσης και τα «ανταλλάγματα» στην ΠΓΔΜ
Το ίδιο το περίγραμμα της λύσης ήταν γνωστό πρακτικά από τη δεκαετία του 1990. Η ΠΓΔΜ θα έπρεπε να δεχτεί μια σύνθετη ονομασία erga omnes αφού εκεί είχε θέσει η ελληνική πλευρά τον πήχη της αξίωσης και η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να αποδεχτεί κάποιου είδους μακεδονική γλώσσα και «ταυτότητα», σημείο το οποίο οι περισσότερες κυβερνήσεις αναγνώριζαν ως μη ώριμο τα προηγούμενα χρόνια.
Ως προς τη μεν ΠΓΔΜ αυτό που προτεινόταν ως όφελος ήταν η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ στην ΕΕ. Η ένταξη στο ΝΑΤΟ για μια χώρα όπως η ΠΓΔΜ που είχε έντονες εσωτερικές αντιθέσεις, που το 2001 είχαν οδηγήσει στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου πριν την παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα, και η οποία επίσης γνωρίζει ότι άμεσα η έμμεσα τόσο ο αλβανικός όσο και ο βουλγαρικός εθνικισμός παραδοσιακά δεν της αναγνωρίζουν πλήρως τα σύνορα της, φάνταζε έτσι ως μία μορφή εγγύησης. Αντίστοιχα, η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολο των Βαλκανίων έχει ταυτιστεί με την οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική σταθερότητα.
Αυτό σήμαινε ότι εξαρχής ο ξένος παράγοντας είχε πεδία πάνω στα οποία μπορούσε να ασκήσει πραγματική πίεση πάνω στη γειτονική χώρα, ιδίως από τη στιγμή που η εκλογή Ζάεφ και η κρίση του συγκριτικά πιο ρωσόφιλου VMRO διευκόλυναν την επικοινωνία και διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση της γείτονος.
Με αυτή την έννοια, τόσο οι συχνές επισκέψεις ευρωπαίων ηγετών με ποιο χαρακτηριστική αυτή της γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ, όπως και η υπερδραστηριοποίηση της αμερικανικής πρεσβείας, που σε ορισμένους θύμισε Ελλάδα της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου, ήταν η εμφανής μορφή πιέσεων που είχαν ξεδιπλωθεί από καιρό.
Η συνθήκη «μειωμένης κυριαρχίας» στην Ελλάδα και η στάση της κυβέρνησης Τσίπρα
Ως προς την Ελλάδα είναι σημαντικό να κατανοήσουμε την ιδιαίτερη θέση στην οποία βρέθηκε η κυβέρνηση Τσίπρα (όπως εν πολλοίς και οι προηγούμενες «μνημονιακές κυβερνήσεις»). Τα μνημόνια σήμαιναν μια πραγματική και συμβολική απώλεια κυριαρχίας για τη χώρα μας.
Όποια γνώμη και εάν έχει κανείς για το πώς η Ελλάδα βρέθηκε σε μια τόσο βαθιά οικονομική χρήση, κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι μια χώρα που δεν μπορεί να αρνηθεί π.χ. την επιβολή υψηλού ΦΠΑ στην εστίαση και η οποία χρειάζεται ειδική διαπραγμάτευση με εκπροσώπους υπερεθνικών οργανισμών για να μπορέσει να διαμορφώσει το ύψος των κοινωνικών επιδομάτων, δεν είναι μια χώρα που αναλογεί στον πλήρη ορισμό της κυριαρχίας.
Εκ των πραγμάτων η Ελλάδα βρέθηκε σε μια συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας και αντιμέτωπη με συγκεκριμένους σχεδιασμούς του ξένου παράγοντα. Η «ευτυχής σύμπτωση» ότι την ίδια ώρα ο ίδιος ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ (όχι όμως και το σύνολο της κυβερνητικής συμμαχίας) εξ αρχής δεν θα είχε ιδιαίτερο πρόβλημα με τη λύση του ζητήματος (στάση που δεν επεκτεινόταν βέβαια στο σύνολο της διευρυμένης εκλογικής βάσης που διαμόρφωσε από το 2012 έως το 2015), διευκόλυνε τα πράγματα, αλλά δεν μπορούσε να είναι η μόνη παράμετρος.
Με αυτή την έννοια, ανεξαρτήτως του εάν ισχύουν ακριβώς αυτά που αναφέρει το ρεπορτάζ του Politico που προκάλεσε τόσο θόρυβο στην Ελλάδα, είναι σαφές ότι και στην ελληνική κυβέρνηση πρέπει να υποδείχτηκαν πολιτικά οφέλη από την επίλυση του θέματος αλλά και να ασκήθηκαν πιέσεις.
Δεν είναι παράλογο να υποθέσει έτσι κάποιος ότι όντως από τη μεριά των Ευρωπαίων μια έστω και ελαφρά πιο ευμενής στάση απέναντι σε συγκεκριμένα ζητήματα, από τη διαμόρφωση των όρων του τρίτου μνημονίου έως τη γενικά θετική αντιμετώπιση στην τελική αξιολόγηση αλλά και στις μεταμνημονιακή επιτήρηση, συνδέθηκε και με το εάν η ελληνική κυβέρνηση θα διευκόλυνε συγκεκριμένους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς, ιδίως εάν η ίδια δεν είχε ιδεολογικό πρόβλημα και στο βαθμό που και ένα «υπερκομματικό» κομμάτι «οργανικών διανοουμένων» στήριζε αυτή την επιλογή.
Η ανάγκη να αποκαλυφθούν όλες οι πτυχές του ζητήματος
Ωστόσο, όταν μιλάμε για ένα ζήτημα το οποίο, καλώς ή κακώς, στην ελληνική κοινωνία έχει και ιστορικότητα και φόρτιση, ένα ζήτημα γύρω από το οποίο υπήρξαν στο παρελθόν μεγάλες αντιδράσεις και σήμερα διαμορφώνονται έως και πολιτικοί συσχετισμοί (ξεκινώντας από την εμφανέστατη πολιτική επένδυση των διαφόρων παραλλαγών της άκρας δεξιάς), χρειάζεται να υπάρχει η μέγιστη διαφάνεια.
Η ελληνική κοινωνία πρέπει να αποκτήσει πλήρη εικόνα για το πώς φτάσαμε στη Συμφωνία των Πρεσπών και τη σημερινή κατάσταση.
Αν μη τι άλλο αυτό θα βοηθήσει να μην προστεθεί ένα ακόμη «τραύμα» στο «εθνικό φαντασιακό».