Όποια γνώμη και εάν έχει κανείς για το Κυπριακό πρόβλημα όπως και για τις εντάσεις και τις αντιπαραθέσεις στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, ένα πράγμα είναι σαφές: η επιλογή της Τουρκίας να προχωρήσει σε δοκιμαστική γεώτρηση εντός της κυπριακής ΑΟΖ αποτελεί μια ευθεία αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Γιατί η κυπριακή ΑΟΖ έχει ανακηρυχθεί με βάση τις διαδικασίες που προβλέπει το Διεθνές Δίκαιο και ειδικότερα η Διεθνής Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, από την Κυπριακή Δημοκρατία που παραμένει ο μόνος νόμιμος εκπρόσωπος της Κύπρου, δηλαδή και των δύο κοινοτήτων της.
Η συγκεκριμένη χάραξη ακολουθεί τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου που σαφώς και ρητά ορίζουν ότι τα νησιά έχουν αυτοτελή δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ και άρα δεν ισχύουν οι τουρκικοί ισχυρισμοί ότι μόνο οι χερσαίες χώρες δικαιούνται να έχουν υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, με βάση τη δική τους ακτογραμμή.
Θυμίζουμε ότι είναι πρώτα και κύρια χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία που έχουν κάνει χρήση τέτοιων προβλέψεων για να χαράξουν τεράστιας έκτασης ΑΟΖ, κυρίως επειδή διαθέτουν υπερπόντιες νησιωτικές κτήσεις.
Τόσο η υφαλοκρηπίδα (που δεν χρειάζεται ανακήρυξη) όσο και η ΑΟΖ (που απαιτεί σχετική ανακήρυξη) αποτελούν κυριαρχικά δικαιώματα, έστω και εάν δεν περιλαμβάνονται στον παραδοσιακό ορισμό της κρατικής επικράτειας. Και καθώς μιλάμε για μια χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έπεται ότι η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελεί και μια παραβίαση των κυριαρχικών, με την ευρύτερη έννοια, δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ουσιαστικά, η Τουρκία επιλέγοντας να στείλει τον «Πορθητή» εμμέσως πλην σαφώς αμφισβητεί και τα ίδια τα όρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι δε ακριβώς αυτή η ευθεία αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας που μπορεί να εξηγήσει και τη φόρτιση των αντιδράσεων από την κυπριακή κυβέρνηση που ουσιαστικά μίλησε για δεύτερη εισβολή της Τουρκίας.
Η ανάγκη αντίδρασης και οι δυσκολίες
Ωστόσο, παρά το μέγεθος της πρόκλησης, η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη. Τέτοιες ενέργειες, όπως και στο παρελθόν, επαναφέρουν τον ορίζοντα του «θερμού επεισοδίου», την ώρα όμως που όλοι αντιλαμβάνονται ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να έχει απρόβλεπτες εξελίξεις, ιδίως μάλιστα όταν συνήθως η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορεί να είναι «κατευναστική» και δυνητικά «συμβιβαστική», οδηγώντας τελικά σε υποχωρήσεις. Η ιστορία του Κυπριακού έχει αρκετά παραδείγματα επ’ αυτού όπως και αυτή των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος της κλιμάκωσης των προκλήσεων με τη λογική της δημιουργίας «τετελεσμένου» ώστε όταν έρθει η ώρα του «τραπεζιού των διαπραγματεύσεων» η τουρκική πλευρά να ζητήσει έναν σχετικά ευνοϊκότερο σχεδιασμό γι’ αυτήν.
Αυτή την ανησυχία αποτυπώνουν και ελληνικοί διπλωματικοί κύκλοι που υποστηρίζουν ότι χρειάζεται ψυχραιμία και προσοχή και ότι «είναι μια πολύ λεπτή περίοδος που δεν πρέπει να δοθεί η ευκαιρία εκμετάλλευσης, δεν πρέπει, όπως λένε οι Κύπριοι, να παρασυρθούμε σε αυτή την κατεύθυνση που θέλουν οι Τούρκοι».
Ας μην ξεχνάμε ότι στο σύνθετο πλέγμα των ανταγωνισμών στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή, διάφορες δυνάμεις μπορεί έως και να επεδίωκαν μια τέτοια εξέλιξη, ως μοχλό πίεσης προς την Τουρκία να αναθεωρήσει την τρέχουσα σχετική απόκλισή της από πάγιες «δυτικές» θέσεις. Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι ως προς τα ίδια τα συμφέροντα της Κύπρου και της Ελλάδας η εξέλιξη θα ήταν τελικά θετική.
Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο αποκτά μεγαλύτε