25 Απρ 2013

Πόλεμος ΗΠΑ και Γερμανίας με υποβαθμίσεις


Μια υποβάθμιση που προκαλεί έντονη ανησυχία για περαιτέρω κλιμάκωση της «κόντρας», με άγνωστες συνέπειες στο παγκόσμιο οικονομικοπολιτικό σκηνικό.


Οι προστριβές ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τη γερμανική κυβέρνηση το αμέσως προηγούμενο διάστημα, που είχαν ως αποκορύφωμα τη δημόσια διαμάχη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τον Αμερικανό ομόλογό του Τζακ Λιου για την πολιτική λιτότητας στο περιθώριο της εαρινής συνόδου του ΔΝΤ, συνεχίστηκαν και τις αμέσως επόμενες ημέρες με εκατέρωθεν δηλώσεις.

Ο Λιου είχε ζητήσει από τη Γερμανία να αναλάβει περισσότερες ευθύνες για την επίλυση της οικονομικής κρίσης, δίνοντας περισσότερο χρόνο για την προσαρμογή των χωρών που είναι σε πρόγραμμα, για να εισπράξει την απάντηση από τον Σόιμπλε ότι οι ΗΠΑ πρέπει να πάρουν μαθήματα από την Ευρωζώνη για τη μείωση χρέους.
Πόλεμος ΗΠΑ και Γερμανίας με υποβαθμίσεις

Το γεγονός ότι η Moody's υποβάθμισε την αξιολόγηση της Commerzbank σε Baa1 από Α3- και της Hypotheken-bank Frankfurt σε Baa3/P-3 από Baa2/P-2 ασκεί εντονότατες πιέσεις στο Βερολίνο. Σύμφωνα με τον διεθνή οίκο, η υποβάθμιση οφείλεται στην αδυναμία των βασικών τραπεζικών δραστηριοτήτων της Commerzbank καθώς και στα ισχνά οικονομικά της αποτελέσματα το περασμένο έτος.

Στη γερμανική πρωτεύουσα, όμως, η κίνηση αυτή του οίκου αξιολόγησης ερμηνεύεται από πολλούς ως ανοιχτή πρόκληση από την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, που δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη.

Στις φωνές που ζητούν πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική προστέθηκε και ο Μπιλ Γκρος της Pimco, που είπε ότι «σχεδόν όλη η Ευρώπη κάνει λάθος, γιατί πιστεύει ότι η βραχυπρόθεσμη δημοσιονομική λιτότητα είναι ο τρόπος για να δημιουργηθεί πραγματική ανάπτυξη. Δεν είναι. Χρειάζεται να ξοδέψεις χρήματα».

«Η Ευρώπη κάνει λάθος»
Η Ανγκελα Μέρκελ επέμεινε και υπερασπίστηκε τη σκληρή πολιτική λιτότητας στην Ευρωζώνη, ωστόσο οι επιπτώσεις των αμερικανικών πιέσεων, τη στιγμή που η Γερμανία κινδυνεύει να απομονωθεί πλήρως στο εσωτερικό της Ευρώπης, βαρύνουν τις επόμενες κινήσεις του Βερολίνου.

Η Γερμανίδα καγκελάριος, κάνοντας τη... χάρη στην Ουάσιγκτον, μίλησε για «ισοσκελισμό προϋπολογισμών» αντί για λιτότητα, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πνεύματα. Αντίστοιχα διαλλακτικός εμφανίστηκε και ο υφυπουργός Οικονομικών Στέφαν Κάμπετερ, ο οποίος δήλωσε ότι τα μέτρα περικοπών στους προϋπολογισμούς πρέπει να προσφέρουν περιθώρια ελαστικότητας.

«Οι κανόνες που καθορίζουν το πώς αποκλιμακώνουν τα 17 μέλη της Ευρωζώνης τα ελλείμματα δεν είναι απόλυτοι και πρέπει να προσαρμόζονται στο εναλλασσόμενο οικονομικό περιβάλλον», είπε χαρακτηριστικά ο Κάμπετερ, προσθέτοντας ότι «οι κανόνες δεν είναι άκαμπτοι».

«Αντίθετα μας λένε ότι πρέπει να προχωρήσουμε στον δρόμο της σταθεροποίησης. Στον στόχο τους είναι πάρα πολύ αυστηροί, όμως σίγουρα αποτελούν αντίδραση στα εξωγενή σοκ», παραδέχτηκε ο υφυπουργός, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η Μέρκελ είναι έτοιμη να κάνει υποχωρήσεις από τη σκληρή γραμμή της, ακολουθώντας τη γνωστή της τακτική: πρώτα εμφανίζεται αμετακίνητη από τις θέσεις της, στη συνέχεια διαρρέει το ενδεχόμενο κάποιας υποχώρησης και μετά, ανάλογα με τις αντιδράσεις, αποφασίζει ποια τακτική θα υιοθετήσει.

Απρόσμενος σύμμαχος της Γερμανίας εμφανίστηκε, πάντως, χθες το ΔΝΤ, το οποίο έχει επικρίνει τόσο την πολιτική της Μέρκελ όσο και της ΕΚΤ, ζητώντας περισσότερο χαλαρή νομισματική πολιτική.

Ο επικεφαλής των οικονομολόγων του Ταμείου Ολιβιέ Μπλανσάρ δήλωσε ότι η γερμανική δημοσιονομική πολιτική είναι «σε γενικές γραμμές η κατάλληλη, ενώ οι Αμερικανοί κάνουν υπερβολικά πολλά», ενώ πρόσθεσε ότι το Βερολίνο «θα έπρεπε να ακολουθήσει την ανακοινωθείσα πολιτική της σταθεροποίησης και ανάπτυξης».

Ο Μπλανσάρ κατέληξε ότι «η Γερμανία δεν κάνει οικονομίες» και ότι το ομοσπονδιακό έλλειμμα θα αυξηθεί ελαφρώς φέτος. Οσον αφορά, ωστόσο, το αν τα κράτη πρέπει να κάνουν πάση θυσία οικονομία, ο Μπλανσάρ διευκρίνισε ότι πρέπει να εξυγιανθούν τα δημόσια οικονομικά, αλλά πρέπει να αποφασίζεται για κάθε χώρα χωριστά ποιος ρυθμός σταθεροποίησης είναι ο κατάλληλος για εκείνη.

Οσο για την κριτική που έχει δεχτεί η ΕΚΤ, ο Ιβ Μερς, μέλος του διοικητικού συμβουλίου, διεμήνυσε για άλλη μια φορά ότι η «ΕΚΤ δεν αποτελεί σκιώδη κυβέρνηση» και ο ρόλος της δεν είναι να υποκαθιστά τις κυβερνήσεις.Προεδρικών Διαταγμάτων.