31 Αυγ 2018

Ενέσεις αισιοδοξίας Τσίπρα χωρίς αντίκρισμα

Ενέσεις αισιοδοξίας Τσίπρα χωρίς αντίκρισμα | in.grΔεδομένου ότι οι συνεδριάσεις των υπουργικών συμβουλίων αποτελούν περισσότερο συμβολικές ή τελετουργικές διαδικασίες, καθώς ο όποιος πραγματικός συντονισμός του κυβερνητικού κέντρου γίνεται από τον μηχανισμό του Μαξίμου και όχι μέσω συνεδριάσεων, ένας ορισμένος βαθμός ασάφειας και γενικολογίας στην ομιλία του πρωθυπουργού ήταν αναμενόμενος. Όμως, αυτή τη φορά η γενικολογία υπέκρυπτε και πραγματική πολιτική αμηχανία.


Ο πρωθυπουργός προτίμησε σε αυτή την ομιλία να μείνει σε ένα γενικό περίγραμμα που να αντιστοιχεί στην τρέχουσα πολιτική και επικοινωνιακή στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, παρά να μπει σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες ως προς τις συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Ίσως γιατί δεν έχει ακόμη αποσαφηνιστεί ποιες από αυτές θα είναι πραγματικά εφικτές στο πλαίσιο και της διαπραγμάτευσης με τους «θεσμούς», τα τεχνικά κλιμάκια των οποίων επιστρέφουν τον Σεπτέμβριο.

Το περίγραμμα της τοποθέτησης του πρωθυπουργού είναι το γνωστό «αφήγημα» που ήδη από τον Ιούνιο προσπαθεί να περάσει η κυβέρνηση: έχει κλείσει πλέον ο κύκλος των μνημονίων, ο κύκλος «της δημοσιονομικής προσαρμογής, της επιτροπείας των περικοπών». Αυτό επιτρέπει να ανοίξει ο «ο κύκλος των ελαφρύνσεων, των πολιτικών κοινωνικής στήριξης, ο ενάρετος κύκλος της δίκαιης ανάπτυξης».

Ως προς το πώς θα το πετύχει, αυτά που ακούστηκαν ήταν λίγο πολύ αυτά που έχουμε ακούσει και τις προηγούμενες εβδομάδες. Η κυβέρνηση θα στηρίξει τις κατώτερες τάξεις μέσα από την «ανάκτηση της εργασίας» αλλά και τα μεσαία στρώματα μέσα από ελαφρύνσεις και θα προσπαθήσει να διευκολύνει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη μέσα από την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και την καλύτερη λειτουργία του κράτους.

Ο πρωθυπουργός φάνηκε να επιμένει ότι η όποια βελτίωση της θέσης των μισθωτών δεν θα πρέπει να θεωρηθεί αποτέλεσμα της ανάπτυξης αλλά προϋπόθεσή της, εφόσον «τονώνει και ενισχύει την ανάπτυξη», υποθέτουμε μέσα από την τόνωση της ενεργού ζήτησης. Με αυτό τον τρόπο επέμεινε στη θέση για την ανάγκη αύξησης του κατώτατου μισθού.

Παράλληλα ανακεφαλαίωσε τη σημασία των «μεταρρυθμίσεων» που ενισχύουν τις επενδύσεις, ενώ υπερασπίστηκε και τα βήματα που έχουν γίνει ως προς τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

Ειδικά ως προς τα μη μισθωτά στρώματα επέμεινα ιδιαίτερα σε ζητήματα πρόσβασής τους στη χρηματοδότηση, είτε μέσα από το ΕΣΠΑ, είτε μέσα από τον προσανατολισμό της αναπτυξιακής τράπεζας είτε μέσα από τις μικροπιστώσεις.

Σε αυτή τη βάση ο πρωθυπουργός προσπάθησε να θέσει τη διαχωριστική γραμμή βάζοντας από τη μια τις δυνάμεις της αριστεράς, της οικολογίας, της κεντροαριστεράς και της κεντροδεξιάς και από την άλλη τις δυνάμεις «δυνάμεις του ακραίου φιλελευθερισμού, που πέραν των άλλων έχουν ακέραια την ευθύνη και για την άνοδο της ακροδεξιάς, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας στον τόπο μας».

Οι πολλαπλές σιωπές του Αλέξη Τσίπρα
Όμως, πέραν όσων είπε ο πρωθυπουργός, υπάρχουν και αυτά που δεν είπε, οι απουσίες ή οι σιωπές από την ομιλία του που ίσως και να αποτυπώνουν πιο εύγλωττα τις αντιφάσεις του κυβερνητικού έργου.

Καταρχάς ο πρωθυπουργός, παρότι μίλησε αρκετά για το κοινωνικό κράτος όπως και για την επιτευχθείσα κατά τη γνώμη του βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, δεν αναφέρθηκε καθόλου στο θέμα της αναστολής ή και κατάργησης της μείωσης των συντάξεων από 1/1/2019, παρότι αυτό είναι μία από τις κομβικές αιχμές όλων των δηλώσεων που έχουν γίνει από κορυφαία κυβερνητικά στελέχη.

Η απουσία αναφοράς δείχνει ότι απέχει πολύ από το να έχει κλείσει η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για το εάν θα μπορέσει να αποφευχθεί η μείωση (η ίδια η κυβερνητικά πλευρά διαρρέει ότι η ευρωπαϊκή πλευρά είναι συνεννοήσιμη ενώ το πρόβλημα είναι το ΔΝΤ) και για αυτό το λόγο οι συντάκτες της πρωθυπουργικής ομιλίας δεν θέλησαν να τον εκθέσουν να κάνει μια υπόσχεση που μετά δεν θα υλοποιείτο, κάτι που εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας θα είχε επιπλέον κόστος.

Έπειτα, ο πρωθυπουργός παρότι αναφέρθηκε στην αύξηση του κατώτατου μισθού, κίνηση που σε μεγάλο βαθμό έχει την ανοχή των θεσμών στο βαθμό που θα είναι περιορισμένη, δεν έκανε ειδική αναφορά και στην κατάργηση του «υποκατώτατου» μισθού, δηλαδή της πρόβλεψης για μικρότερο κατώτατο μισθό για τους κάτω των 25, ίσως επειδή φάνηκε σε αυτή τη «δομική» αλλαγή να υπάρχουν αντιρρήσεις των θεσμών.

Ούτε θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός έκανε μια γενικόλογη αναφορά στην πολυδιάστατη και φιλειρηνική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης αποφεύγοντας συγκεκριμένη αναφορά στο Μακεδονικό, παρότι μέσα στους επόμενους μήνες με τη διαφαινόμενη νίκη του «ναι» στο δημοψήφισμα στην ΠΓΔΜ και τις συνταγματικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις που αυτό θα συνεπάγεται, θα ανοίξει ο δρόμος και για την κύρωση της συμφωνίας και από την ελληνική Βουλή.

Ίσως σε αυτό να συνετέλεσε και το γεγονός ότι χτες ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Πάνος Καμμένος προχώρησε σε ένα «φραστικό αντάρτικο» υποστηρίζοντας ότι τον τελικό λόγο θα έχει ο ελληνικός λαός, οπότε ο πρωθυπουργός δεν θέλησε να στεναχωρήσει τον συγκυβερνήτη του σε αυτή την πανηγυρική πρώτη συνεδρίαση.

Τέλος, παρότι είναι νωπή η μνήμη από την τραγωδία των πυρκαγιών στην Ανατολική Αττική και παρότι υποτίθεται ότι η αναδιοργάνωση των μηχανισμών πολιτικής προστασίας είναι η μεγάλη προτεραιότητα για να μην ξαναζήσουμε ανάλογη τραγωδία, στη σημερινή συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου μάλλον δεν θεωρήθηκε κάτι που θα άξιζε ειδικής αναφοράς.

Τα όρια του αφηγήματος του κ. Τσίπρα
Την ίδια στιγμή η προσπάθεια για ενέσεις αισιοδοξίας και για διατύπωση ενός αφηγήματος κοινωνικής δικαιοσύνης και δίκαιης ανάπτυξης για τη «μεταμνημονιακή Ελλάδα» μάλλον προσκρούει σε διάφορα εμπόδια.

Καταρχάς, το «δημοσιονομικό μονοπάτι που έχουμε συμφωνήσει ώστε να μπορούμε να αποπληρώνουμε το χρέος μας», δεν απαιτεί μόνο «σύνεση και σωφροσύνη», αλλά και πρωτογενή πλεονάσματα, άρα λιτότητα και σταθερό μισθολογικό κόστος στο δημόσιο (άρα όχι νέους διορισμούς) και δυσκολία να αυξηθούν πραγματικά οι κοινωνικές δαπάνες.

Έπειτα, η βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος, όπως την πέτυχε η κυβέρνηση, δύσκολα μπορεί να συνδυαστεί με ελαφρύνσεις προς τη «μεσαία τάξη», αφού σε μεγάλο βαθμό ήταν η αύξηση των συνολικών εισφορών και η αποθάρρυνση από την πρόωρη λήψη σύνταξης που το έφεραν.

Ακόμη, μπορεί να μιλάει ο πρωθυπουργός για ρύθμιση της αγοράς εργασίας και ενίσχυση της θέσης των μισθωτών, όμως με την πλειοψηφία των νέων θέσεων εργασίας να είναι μερικής απασχόλησης και τον κλάδο υποτίθεται-ατμομηχανή οικονομίας, τον τουρισμό, να στηρίζεται σε εποχιακές θέσεις εργασίας, μάλλον δεν θα μιλάμε για το παλιό καλό σύνθημα της αριστεράς για «μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους». Άλλωστε, η αναφορά του στο πώς η «μαύρη εργασία» αποτελεί αιτία «αθέμιτου ανταγωνισμού και λειτουργεί ως αντικίνητρο για την καινοτομία», μάλλον παραπέμπει στο ότι σημαντική μερίδα εργοδοτών δεν σκοπεύει να απεμπολήσει το «μνημονιακό κεκτημένο» ως προς την κατάσταση στην αγορά εργασίας.

Επιπλέον, η αναφορά του πρωθυπουργού σε «φιλοεπενδυτικό περιβάλλον» σημαίνει εκτός όλων των άλλων και ενίσχυση των ιδιωτικοποιήσεων (που κάποτε κεραύνωνε η Αριστερά) όπως και διευκόλυνση επενδύσεων όπως π.χ. αυτή του Ελληνικού που κάποτε ο ίδιος κατήγγειλε.

Την ίδια στιγμή οι ιδιαίτερες αναφορές του στους «ελεύθερους επαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες και τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις», αποτυπώνουν ακριβώς την έμμεση παραδοχή ότι παρά την προσπάθεια να διατηρήσει ένα «επιδοματικό» δίκτυ προστασίας για τα φτωχά τμήματα της κοινωνίας, την ίδια ώρα έφερε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση τη μεσαία τάξη κάτι που φοβάται ότι θα έχει και ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο στις εκλογές.

Όμως, το πραγματικό όριο του αφηγήματος του κ. Τσίπρα είναι η ίδια η πολιτική την οποία εφάρμοσε και εφαρμόζει. Όταν η μεγαλύτερη «επιτυχία» του ήταν η πιο πιστή εφαρμογή μνημονίων, είναι πολύ δύσκολο να παρουσιαστεί ως εγγυητής μιας κοινωνικά δίκαιης και αναπτυξιακής μεταμνημονιακής πολιτικής.

in.gr