25 Απρ 2019

Οι Συριζαίοι τύπου «Χότζα», η ακραία λιτότητα και η ζημιά που κάνουν στη χώρα

Οι Συριζαίοι τύπου «Χότζα», η ακραία λιτότητα και η ζημιά που κάνουν στη χώρα | in.grΣτο τέλος του 2018, το ενοποιημένο χρέος της Γενικής Κυβέρνησης (αυτό που συνήθως ονομάζουμε «δημόσιο χρέος»), σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας που ανακοινώθηκαν την Τρίτη 23 Απριλίου, έφτανε τα 334,6 δισεκατομμύρια ευρώ ή 181,1% του ΑΕΠ. Στο τέλος του 2015 έφτανε τα 311,7 δισεκατομμύρια. Είναι προφανές ότι επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, που κάποτε κατήγγειλε το «επονείδιστο χρέος», το δημόσιο χρέος αυξήθηκε.

Σε αντίθεση με όλες τις άλλες «μνημονιακές» χώρες που μείωσαν δραστικά το χρέος του.
Η αύξηση του χρέους ήταν αποτέλεσμα του Τρίτου Μνημονίου που περιλάμβανε μια επιπλέον δανειακή σύμβαση. Η κυβέρνηση Τσίπρα δεν κατάφερε μια πραγματική και σημαντική μείωση του χρέους, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις. Το μόνο που εξασφάλισε ήταν κάποια μέτρα όχι μείωσης του χρέους αλλά τροποποίησης των όρων αποπληρωμής του, που απλώς αποτρέπουν τον κίνδυνο να βρεθεί η χώρα τα επόμενα χρόνια αντιμέτωπη με δανειακές υποχρεώσεις που δεν θα μπορεί να χειριστεί.
Προφανώς και αυτό είναι το αποτέλεσμα και της πάγιας άρνησης των δανειστών μας, ιδίως των Ευρωπαίων να συζητήσουν μέτρα μείωσης του χρέους. Αντίθετα και παρά το PSI του 2012, η αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους σφραγίστηκε από το παράδοξο μια χώρα που αντιμετώπισε κρίση χρέους να βρίσκεται τελικά ακόμη περισσότερο υπερχρεωμένη.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το ελληνικό χρέος θεωρήθηκε υπέρογκο το 2009 γιατί πλησίαζε το 127% του ΑΕΠ, όταν σήμερα παραμένει πάνω του 180%. Τότε ήρθε το Καστελόριζο και τα Μνημόνια. Σήμερα πανηγυρίζουμε για την Ιθάκη και την έξοδο από την κρίση. Οποία υποκρισία.

Η λογική των πλεονασμάτων

Η κοινή λογική – εάν υποθέσουμε ότι υπάρχει – θα υπαγόρευε η έμφαση να δινόταν στην οικονομική ανάπτυξη, γιατί αυτή αυξάνει τα φορολογικά έσοδα, άρα αυξάνει τη δυνατότητα κάλυψης οικονομικών αναγκών του δημοσίου και την ικανότητα αποπληρωμής του χρέους, ενώ παράλληλα σταδιακά μειώνει το ποσοστό του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Όμως, αυτή η τακτική δεν εφαρμόστηκε στην Ελλάδα. Ο λόγος βρίσκεται καταρχάς στην αντίληψη που πρυτάνευσε από την πλευρά των δανειστών και ιδίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και ειδικότερα της Γερμανίας).
Το ελληνικό χρέος δεν αντιμετωπίστηκε από τους δανειστές μας ως το σύμπτωμα μιας βαθύτερης κρίσης ενός συνολικού αναπτυξιακού υποδείγματος, αλλά ως ένδειξη της ελληνικής απερισκεψίας και της αδυναμία εφαρμογής κανόνων.
Γι’ αυτό το λόγο και επιλέχτηκε εξαρχής η στρατηγική των περικοπών δαπανών για να εξοικονομούνται χρήματα για την αποπληρωμή του χρέους, ακόμη και εάν αυτό ενεργοποιούσε το φαύλο κύκλο μιας ύφεσης που με τη σειρά της περιόριζε και τη δυνατότητα του κράτους να αποπληρώσει το χρέος.
Αποκορύφωμα αυτή της εμμονής ήταν τα υπερπλεονάσματα που περιλήφθησαν στη συμφωνία για το τυπικό τέλος των μνημονίων. Τυπικά, υποτίθεται ότι αυτό γίνεται, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι δεν υπάρχουν σπατάλες, δεν δημιουργούνται ελλείμματα και δεν αυξάνονται οι ανάγκες για εξωτερικό δανεισμό για την κάλυψη των αναγκών του δημοσίου.
Κυρίως, όμως, αποτυπώνουν την ανάγκη των δανειστών να αισθάνονται ότι «έχουν το κεφάλι τους ήσυχο» και άρα τα δάνεια θα αποπληρωθούν ομαλά.
Όμως, την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι αυτά τα πλεονάσματα σημαίνουν ότι πόροι που θα μπορούσαν να κατέληγαν στην πραγματική οικονομία, πρώτα και κύρια ως δημόσια επενδυτική δαπάνη, και να συνέβαλαν στην ανάπτυξη, τελικά καταλήγουν στην αποπληρωμή του χρέους.

ΣΥΡΙΖΑ: τα υπερπλεονάσματα ως οικονομική στρατηγική

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συγκρούστηκε με αυτή την πολιτική. Ενώ θα περίμενε κανείς ένα κόμμα προερχόμενο από την αριστερά να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην αναπτυξιακή διάσταση και να συγκρούεται με την οικονομική αιμορραγία των πλεονασμάτων, στην πράξη συμμορφώθηκε πλήρως και μάλιστα με πιο συνεπή τρόπο και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Αυτό ήταν το αποτέλεσμα δύο κρίσιμων επιλογών.
Η πρώτη ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ γρήγορα αποφάσισε ότι δεν θα «διαπραγματευόταν» το μνημόνιο αλλά θα το εφάρμοζε μέχρι κεραίας. Μπορεί να υπήρχαν διάφορα «σκηνικά διαφωνίας», αλλά ιδίως από το 2017 η κατεύθυνση ήταν μία: να μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας τον Αύγουστο του 2018 να πει «έβγαλα την Ελλάδα από τα Μνημόνια».
Σε αυτό το πλαίσιο, η κυβέρνηση προχώρησε σε μια ιδιαίτερα περιοριστική στην πραγματικότητα πολιτική, με βασικότερο θύμα το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων, εκμεταλλευόμενη παράλληλα την αποκαρδίωση της κοινωνίας και την απουσία μεγάλων κοινωνικών αντιδράσεων.
Η δεύτερη συνειδητή επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ αφορούσε τη λογική των «κοινωνικών μερισμάτων» αντί για την ανάπτυξη και την μέσα από αυτό τον δρόμο βελτίωση της απασχόλησης και της θέσης των λαϊκών τάξεων.
Δηλαδή, δεν υπήρξε ένα σχέδιο για το πώς ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι να έβρισκαν αξιοπρεπή πλήρη απασχόληση σε δυναμικούς τομείς της οικονομίας και με αυτό τον τρόπο να ξεπερνιούνται οι πληγές της προηγούμενης περιόδου.
Η λογική ήταν να μειωθούν οι ονομαστικοί δείκτες ανεργίας μέσα από την αύξηση των θέσεων μερικής και προσωρινής απασχόλησης (εξ ου και το γεγονός ότι οι μέσες αποδοχές παρέμειναν χαμηλές) και αντί για πραγματική αναδιανομή να φτιαχτεί ένα πλέγμα επιδομάτων και εφάπαξ μερισμάτων που κάπως θα ελάφρυναν τη θέση οικονομικών στρωμάτων που είχαν αγγίξει τα προηγούμενα χρόνια ακραία συνθήκη αποπτώχευσης.
Αυτό, όμως, δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο όπου από ένα σημείο και μετά η λιτότητα γίνεται αυτοσκοπός για να μπορούν να υπάρχουν πλεονάσματα και από αυτά να συντηρείται η εικόνα ενός «κοινωνικού προσώπου» που καμιά σχέση δεν έχει με αυτό που θα ονομάζαμε «κοινωνικό κράτος».

Κρατικά επιδόματα και εξάρτηση

Ακόμη χειρότερα, το γεγονός ότι τα όποια επιπλέον εισοδήματα των φτωχότερων στρωμάτων της κοινωνίας δεν προέρχονται από περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας αλλά από κρατικά χορηγούμενα επιδόματα, δημιουργεί μια ιδιότυπη πολιτική εξάρτηση.
Είναι στην πραγματικότητα μια «αριστερή» παραλλαγή «πελατειακού κράτους», όπου μπορεί να μην υπάρχει το εξατομικευμένο ρουσφέτι του βουλευτή, όμως υπάρχει ο πολιτικός εκβιασμός ότι η «παγιοποίηση» των εφάπαξ «κοινωνικών μερισμάτων» περνάει μέσα από στην εκλογική στήριξη στο κυβερνών κόμμα.
Μόνο που αυτό δεν έχει καμιά σχέση με αριστερή πολιτική, όπως και εάν την ορίσει κανείς.
Μια τέτοια πολιτική θα σήμαινε έμφαση στη δημιουργία θέσεων πλήρους απασχόλησης, με προτεραιότητα τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας, στην αναδιανομή  με αφετηρία την ανάπτυξη και όχι τη λιτότητα, στην αξιοποίηση της δημόσιας δαπάνης για την τόνωση των επενδύσεων και όχι για επιλεκτική «κοινωνική πολιτική», στην υποστήριξη των υποδομών του κοινωνικού κράτους.
Σε τελική ανάλυση, αυτή θα ήταν μια πολιτική που θα έδινε στα στρώματα των εργαζομένων (και των ανέργων) ένα αίσθημα ανακτημένης αξιοπρέπειας και δυναμικής συμμετοχής, αντί για τον ιδιότυπο τρέχοντα εκβιασμό να αποδέχονται την πολιτική της λιτότητας (που πλήττει πρώτα και κύρια τα λαϊκά στρώματα) στο όνομα της προσδοκίας ενός «κοινωνικού μερίσματος» που ποτέ δεν αναπληρώνει τις πραγματικές απώλειες.

Η λογική του Χότζα

Επί της ουσίας ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας μαζεύουν 50 δισ. ευρώ στον κουμπαρά, στραγγαλίζοντας τους πολίτες με φόρους και διαλύοντας κάθε προοπτική για επενδύσεις και νέες θέσεις εργασίας. Ο στόχος; Να χρησιμοποιήσουν αυτά τα χρήματα κατά το δοκούν, μοιράζοντάς τα λίγους μήνες πριν από τις εκλογές στη λογική της εξαγοράς ψήφου.
Κάνουν όμως δύο λάθη. Το πρώτο είναι ότι δεν έχουν μάθει από τα λάθη προηγούμενων κυβερνήσεων που έδωσαν ή έταξαν προεκλογικά και συνετρίβησαν στην κάλπη. Διότι ο πολίτης «αγοράζει» και αυτό που του «πουλάει» ο απερχόμενος αλλά και αυτό που του υπόσχεται ο «μνηστήρας» της εξουσίας.
Ο δεύτερος και πιο σοβαρός λόγος είναι ότι η κυβέρνηση δεν δείχνει ενδιαφέρον για το πώς θα κλείσει δημοσιονομικά η χρονιά, το 2019 δηλαδή. Αδιαφορεί αν θα μοιράσει χρήματα τα οποία θα επιδεινώσουν τους δείκτες και θα κινητοποιήσουν τους δανειστές. Στο Μαξίμου ενδεχομένως να σκέφτονται ότι αφήνοντας «καμένη γη» ή στην καλύτερη περίπτωση αφήνοντας ανοικτούς λογαριασμούς στην επόμενη κυβέρνηση (που ενδεχομένως δε θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ) θα την σαμποτάρουν.
Θα τρέχει με απλά λόγια η ΝΔ να καλύψει τις υποσχέσεις των προηγούμενων κι αν δεν τις υλοποιήσει θα στοχοποιείται ως το κόμμα που θέλει να φτωχοποιήσει την κοινωνία κ.λπ.
Με δεδομένο ότι μετά τις ευρωεκλογές αναμένεται να σκληρύνει πολύ η στάση της τρόικας, θα πρέπει να περιμένουμε μια πολύ δύσκολη κατάσταση στην οικονομία μετά τις εκλογές.
Η λογική του «Χότζα» είναι αυτή που επιλέγει ο Αλέξης Τσίπρας. Δηλαδή υπερφορολόγηση μέχρι… εξόντωσης και στη συνέχεια δίνουμε ένα επίδομα, μια 13η σύνταξη ή μειώνουμε δύο μονάδες τον ΦΠΑ ώστε οι φορολογούμενοι να αισθανθούν ότι είναι καλύτερα και ότι ζουν και καλύτερα με σφραγίδα ΣΥΡΙΖΑ. Αλλωστε, εκεί ποντάρει και ο κ. Τσίπρας. Στην…. απώλεια μνήμης των τελευταίων ετών του άκρατου λαϊκισμού και της ακραίας λιτότητας και στην «καθοδήγηση» των ψηφοφόρων με βάση την τελευταία εντύπωση, των παροχών δηλαδή χωρίς όρια.