Την ώρα που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για χαμηλά ποσοστά ανεργίας στη χώρα, η Eurostat δίνει στη δημοσιότητα στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η Ελλάδα είναι ουραγός μεταξύ των χωρών της ΕΕ στο μέτωπο της απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία σχεδόν 6 στους 10 Έλληνες ηλικίας 20 έως 64 ετών είχαν εργασία το 2018, κάτι που σημαίνει ότι η Ελλάδα απέχει περισσότερες από δέκα μονάδες από τον εθνικό στόχο για απασχόληση της τάξης του 70% που έχει θέσει η Κομισιόν. Η Ελλάδα έχει μια από τις χειρότερες επιδόσεις μεταξύ των χωρών – μελών της ΕΕ, καθώς ο κοινοτικός μέσος όρος απασχόλησης είναι 73,2%.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο δείκτης απασχόλησης των ατόμων 20-64 ετών στην ΕΕ έφτασε το 73,2% το 2018, έναντι 72,2% το 2017, με στόχο σύμφωνα με τη «Στρατηγική για την Ευρώπη 2020» να φτάσει το 75% μέχρι το 2020.
Το ποσοστό απασχόλησης για τους άνδρες έφτασε το 79%, ενώ για τις γυναίκες στην ΕΕ, η απασχόληση έφτασε το 67,4% το 2018. Στην Ελλάδα, το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών ανήλθε στο 70,1% (από 67,7% το 2017) και των γυναικών στο 49,1% (από 48% το 2017).
Στην ΕΕ, το χάσμα ανάμεσα στα επίπεδα απασχόλησης ανδρών και γυναικών ανέρχεται στις -11,6 ποσοστιαίες μονάδες. Η μεγαλύτερη διαφορά στα επίπεδα απασχόλησης μεταξύ ανδρών και γυναικών καταγράφεται στη Μάλτα (-22,3 ποσοστιαίες μονάδες), στην Ελλάδα (-21 ποσοστιαίες μονάδες) και στην Ιταλία (-19,8 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ η μικρότερη καταγράφεται στη Λιθουανία (-2,3 ποσοστιαίες μονάδες), τη Φινλανδία (-3,7 ποσοστιαίες μονάδες), τη Λετονία (-4,2 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Σουηδία (-4,3 ποσοστιαίες μονάδες).
Όσον αφορά τις ηλικίες από 55 έως 64 ετών, το χαμηλότερο ποσοστό απασχόλησης στην ΕΕ καταγράφει το Λουξεμβούργο (40,5%) και η Ελλάδα (41,1%). Το υψηλότερο ποσοστό καταγράφει η Σουηδία (77,9%), η Γερμανία (71,4%) και η Δανία (70,7%).
ΟΟΣΑ : Μεγάλες προκλήσεις για την αγορά εργασίας
Την ίδια ώρα, στην ετήσια έρευνά του για το μέλλον της απασχόλησης, που δημοσιοποιήθηκε σήμερα, o ΟΟΣΑ προειδοποιεί για τις προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει και η ελληνική αγορά εργασίας τα επόμενα χρόνια.
Ο μετασχηματισμός της αγοράς εργασίας σημειώνεται σε ένα πλαίσιο ταχείας γήρανσης του πληθυσμού στις αναπτυγμένες και ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες, επισημαίνει ο ΟΟΣΑ. Το 1980 αντιστοιχούσαν 20 άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών σε 100 άτομα που ήταν σε ηλικία εργασίας (20-64) κατά μέσο όρο στον ΟΟΣΑ, ενώ το 2015 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε στα 28 άτομα και προβλέπεται σχεδόν να διπλασιασθεί μεταξύ του 2015 και του 2050. «Η πρόκληση της ταχείας γήρανσης του πληθυσμούς είναι ιδιαίτερα οξεία στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ιαπωνία, την Κορέα, την Πορτογαλία, την Ισπανία καθώς και την Κίνα», αναφέρει η έκθεση.
Οι χώρες πρέπει να αναθεωρήσουν την προσέγγισή τους για την απασχόληση και τις θέσεις εργασίας και να μειώσουν περαιτέρω τις κοινωνικές και οικονομικές εντάσεις σημειώνεται στην έκθεση. «Χωρίς γρήγορη δράση, πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα αυτοί με χαμηλή εξειδίκευση, θα μείνουν πίσω στον ταχύτατα μεταβαλλόμενο κόσμο εργασίας».
Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η παγκοσμιοποίηση και οι δημογραφικές αλλαγές έχουν ήδη μετασχηματίσει τον κόσμο της εργασίας, σημειώνει η έκθεση, τονίζοντας ότι το 14% των υφιστάμενων θέσεων εργασίας μπορεί να εξαφανισθούν τα επόμενα 15-20 χρόνια λόγω της αυτοματοποίησης και ένα ακόμη 32% να αλλάξουν ριζικά. «Αν και οι χώρες του ΟΟΣΑ έχουν ανακτήσει πλήρως τις θέσεις εργασίας που χάθηκαν στην κρίση και το ποσοστό απασχόλησης είναι 2 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από ότι πριν την κρίση, η προβλεπόμενη επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας ρίχνει σκιά στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές για τις θέσεις απασχόλησης και η αγορά εργασίας συνεχίζει να πολώνεται».
Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ καθοδηγείται από τη σημαντική άνοδο του ποσοστού των γυναικών που εργάζονται και τη μακρύτερη παραμονή στην αγορά εργασίας των μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενων. «Ωστόσο, σε πολλές χώρες ένα αυξανόμενο ποσοστό νέων, με εκπαίδευση χαμηλότερη από την τριτοβάθμια, είναι χωρίς εργασία ή, αν εργάζονται, είναι υποαπασχολούμενοι ή με χαμηλές αμοιβές. Η ανεργία και υποαπασχόληση των ανδρών έχει αυξηθεί σε κάποιες χώρες, αν και η κατάσταση στην αγορά εργασίας για τις γυναίκες παραμένει χειρότερη κατά μέσο όρο».
Ο ΟΟΣΑ σημειώνει τη σταθερή αύξηση των μη τυπικών μορφών εργασίας τα τελευταία χρόνια, στις οποίες περιλαμβάνει όλες όσες δεν αφορούν τα «τυπικά» συμβόλαια πλήρους απασχόλησης, αορίστου χρόνου με έναν εργοδότη. Οι μη τυπικές μορφές εργασίας περιλαμβάνουν, δηλαδή, τους εργαζόμενους με προσωρινές θέσεις απασχόλησης, με συμβάσεις μερικής απασχόλησης και όσους είναι αυτοαπασχολούμενοι.«Αν και η πλήρης, μόνιμη απασχόληση πιθανόν να ισχύει για πολλές, αν όχι τις περισσότερες, θέσεις εργασίας στο μέλλον, τα τελευταία λίγα χρόνια σημειώθηκε περαιτέρω αύξηση της μη τυπικής εργασίας σε ορισμένες χώρες, όπως οι προσωρινές συμβάσεις και η αυτοαπασχόληση. Η μερική απασχόληση αυξήθηκε ουσιαστικά σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ τις τελευταίες δεκαετίες. Το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν μερική απασχόληση αλλά θα ήθελαν πλήρη απασχόληση έχει επίσης αυξηθεί στα δύο τρίτα των χωρών του ΟΟΣΑ, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία».
Παράλληλα, αυξήθηκε και η υποαπασχόληση σε μία σειρά χωρών τα τελευταία χρόνια. Ο ΟΟΣΑ ορίζει ως υποαπασχολούμενους τους εργαζόμενους με μερική απασχόληση, οι οποίοι δηλώνουν ότι δεν μπορούν να βρουν μία θέση πλήρους απασχόλησης ή ότι θα ήθελαν να εργάζονται περισσότερες ώρες. Το επίπεδο της υποαπασχόλησης διαφέρει σημαντικά μεταξύ των χωρών. Στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ το 2017, περίπου το ένα τρίτο όλων των εργαζόμενων με μερική απασχόληση ήταν υποαπασχολούμενοι και αποτελούσαν το 5,5% όλων των εργαζόμενων. Στην Ιταλία, την Ισπανία και την Αυστραλία, το 10% ή περισσότερο των εργαζομένων ήταν υποαπασχολούμενοι. «Η μεγάλη ύφεση έπαιξε σίγουρα σημαντικό ρόλο στην αύξηση της υποαπασχόλησης σε ορισμένες χώρες. Η υποαπασχόληση αυξήθηκε στην Ιρλανδία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ισπανία που επλήγησαν πολύ σκληρά από τη μεγάλη ύφεση, κατά 6,2 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο, πολύ περισσότερο από τις 1,1 ποσοστιαίες μονάδες που ήταν η αύξηση στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ», σημειώνει η έκθεση.