Η ανάκαμψη του χρηματιστηρίου (ισχυρή άνοδος την Πέμπτη άνω του 1,2%) μετά το μίνι-κραχ της 3ης Οκτωβρίου, ήταν αναμενόμενη εάν σκεφτούμε ότι αυτή τη στιγμή μια πλήρης κατάρρευση του ΧΑ ή του τραπεζικού κλάδου, δεν μπορεί να μας κάνει να πιστέψουμε ότι ήταν ένα τυχαίο περιστατικό ή απλώς το αποτέλεσμα της δράσης κάποιων «κερδοσκόπων».
Αντίθετα, η κατάρρευση της Τετάρτης ήταν κάτι που ήρθε να υπογραμμίσει πραγματικές ανοιχτές πληγές της ελληνικής οικονομίας.
Οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να πέρασαν τα stress tests πριν από μερικούς μήνες αλλά εξακολουθούν να μην έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τα «κόκκινα δάνεια», δεν έχουν πρόσβαση σε σχετικά φτηνό δανεισμό και είναι πιθανό να χρειαστούν (τουλάχιστον κάποιες από αυτές) νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Επιπλέον, όλα δείχνουν ότι η λύση της αντιμετώπισης των «κόκκινων δανείων» που έχει δρομολογηθεί μέχρι τώρα είναι ανεπαρκής και γι’ αυτό ξαναμπαίνουν στο τραπέζι προτάσεις όπως αυτή για μια Bad Bank που θα συγκεντρώσει όλο το «κακό χρέος» ώστε το τραπεζικό σύστημα να λειτουργήσει «ελεύθερο βαρών».
Πάνω, από όλα όπως πια είναι παραδεκτό από όλους ο τρόπος που η κυβέρνηση επένδυσε σε ένα αφήγημα «καθαρής εξόδου», χωρίς πιστοληπτική γραμμή αλλά με «χρηματοδοτικό μαξιλάρι», δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα σε σχέση με την πρόσβαση στις αγορές, καθώς οι τιμές των ελληνικών ομολόγων είναι σε απαγορευτικά ύψη, ένα πρόβλημα που δεν αφορά μόνο το ελληνικό δημόσιο αλλά επεκτείνεται και σε κλάδους της οικονομίας όπως οι τράπεζες.
Προφανώς και όλα αυτά δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε κραχ. Αποτελούν, όμως, παραμέτρους δομικής αστάθειας της ελληνικής οικονομίας που υπό προϋποθέσεις μπορούν να οδηγήσουν ακόμη και σε τέτοια έκτακτα «συμβάντα».
Τι θα κάνουμε χωρίς τους βαρβάρους;
Κατά έναν παράξενο τρόπο η ελληνική οικονομία όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν σε μια συνθήκη που ήταν ταυτόχρονα προβληματική αλλά και προστατευμένη.
Το πλαίσιο πολιτικής ήταν κοινωνικά σκληρό και υφεσιακό αλλά ήταν δεδομένο, έστω και εάν χρειαζόταν όλη η ατέλειωτη ακολουθία διαπραγματεύσεων και εκβιασμών για να περνάνε τα μέτρα.
Όμως οι δανειακές δόσεις εξασφάλιζαν τις χρηματοδοτικές ανάγκες, έστω και με λιτότητα, και η χώρα δεν χρειαζόταν να ανησυχεί για την έξοδο στις αγορές και την όποια ετυμηγορία τους.
Τώρα μεν η ίδια συνθήκη δεν υπάρχει. Μπορεί να υπάρχει το «μαξιλάρι» από τα υπόλοιπα ποσά της δανειακής δόσης, μπορεί να υπάρχει ακόμη επιτήρηση και διαπραγμάτευση για κάθε μέτρο, αλλά από εκεί και πέρα είμαστε μόνοι μας, κρινόμαστε από τις δικές μας επιλογές και τις δικές μας ιεραρχήσεις.
Κοινώς τώρα, χωρίς τους «βαρβάρους» πρέπει να κάνουμε πολιτική.
Στις αγορές δεν αρέσουν οι χοροί
«Θα κάνουμε τις αγορές να χορέψουν πεντοζάλη» είχε πει κάποτε ο Αλέξης Τσίπρας, πριν ανέβει στην εξουσίας. Βεβαίως, ως προς το ποιος έβαλε ποιον να χορεύει και σε ποιου το ρυθμό, τελικά οι ρόλοι αντιστράφηκαν.
Ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε τελικά να χορεύει στο ρυθμό των αλλαγών. Ακόμη και εάν δεν του αρέσει, ακόμη και εάν δεν θέλει να το παραδεχτεί, ακόμη και ένα μπορέσει να το προσθέσει σε μια ομιλία, αυτή είναι η ουσία των επιλογών που έκανε το 2015.
Και ήταν μια επιλογή πιο βαθιά από το εάν αποδέχτηκε ένα ακόμη μνημόνιο.
Ο Αλέξης Τσίπρας τότε είχε μια επιλογή να συγκρουστεί όντως με τις αγορές. Να δοκιμάσει εάν μπορεί να ανασυγκροτηθεί η οικονομία σε συνθήκες ρήξης και απομόνωσης ως προς τις αγορές. Έξω από ευρώ, με το τραπεζικό σύστημα αναγκαστικά υπό πλήρη δημόσιο έλεγχο και με προσδοκίες ανάπτυξης με όρους ενδογενούς δυναμικής και όχι διεθνούς ανταγωνιστικότητας.
Τότε, θεώρησε ότι δεν γίνεται αλλιώς γιατί δεν μπορούσαμε να βγούμε από το ευρώ. Όμως, το ευρώ δεν ήταν ποτέ μόνο ένα νόμισμα. Ήταν και μια δέσμευση σε μια πολιτική που συνδέει την ανάπτυξη με τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και την πρόσβαση στις αγορές.
Και οι αγορές έχουν τις απαιτήσεις τους. Δεν απαιτούν απαραίτητα «ξεπούλημα». Απαιτούν όμως επενδυτικές ευκαιρίες και περιβάλλον θετικό στην επιχειρηματική δράση. Θέλουν κοινωνική και πολιτική σταθερότητα και ευρυθμία των θεσμών. Θέλουν σαφείς κανόνες του παιχνιδιού που να μη διακυβεύονται ανάλογα με τις εκλογικές στρατηγικές των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα
Με το χρηματοδοτικό μαξιλάρι να είναι πεπερασμένο, ιδίως εάν πρόκειται να υπάρξει νέα ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος, και με τη δημόσια δαπάνη αναγκαστικά περιορισμένη εξαιτίας και των πολύ υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και με τα κονδύλια του ΕΣΠΑ να είναι σημαντικά αλλά και συγκεκριμένης εμβέλειας, η αναπτυξιακή προοπτική της χώρας περνάει μέσα από την προσέλκυση ξένων επενδύσεων, την ενεργοποίηση νέων πεδίων οικονομικής δραστηριότητας στο εσωτερικό και των αναζωογόνηση σημαντικών κλάδων της οικονομίας.
Αυτό σημαίνει ότι η όποια αναπτυξιακή δυναμική διακυβεύεται από διάφορες παραμέτρους και δεν είναι καθόλου δεδομένη.
Οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ένα τραπεζικό σύστημα που να στοιχειωδώς θα προσφέρει ρευστότητα και θα προεξοφλεί τη βιωσιμότητα επενδύσεων και επιχειρηματικών σχεδίων.
Και αυτό σημαίνει ότι όσο το τραπεζικό σύστημα είναι σε «ειδικό καθεστώς», όσο το ερώτημα με τα «κόκκινα δάνεια» παραμένει ανοιχτό, όσο δεν υπάρχει πρόσβαση σε φτηνή χρηματοδότηση, επί της ουσίας συμβολή του τραπεζικού συστήματος στην οικονομική ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει.
Το ίδιο ισχύει και για την προσέλκυση επενδύσεων. Εν μέσω μιας παρατεταμένης προεκλογικής εκστρατείας δεν είναι εύκολο να έρθουν επενδύσεις, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει η εγγύηση ότι η όποια συζήτηση θα ξεκινήσει και θα τελειώσει με τους ίδιους κανόνες και τους ίδιους συνομιλητές.
Η «καυτή πατάτα» της πρόσβασης στις αγορές
Όταν η κυβέρνηση επέλεξε αντί για μία από τις παραλλαγές «πιστοληπτικής γραμμής», τη λογική του «χρηματοδοτικού μαξιλαριού», θεωρούσε ότι έτσι υπηρετεί καλύτερα το αφήγημα μιας «καθαρής εξόδου» και μιας νέας σελίδας «χωρίς μνημόνια», έστω και εάν πραγματικής επιτήρησης που θα είχαμε θα ήταν ανάλογος και στις δύο περιπτώσεις.
Μάλιστα, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης είχαν πει γεμάτοι χαρά, πρώτος και καλύτερος ο πρωθυπουργός στη ΔΕΘ, ότι δεν χρειάζεται να αγχωνόμαστε για το δανεισμό από τις αγορές μέχρι το 2020.
Φαινομενικά η δήλωση αυτή απέπνεε την εικόνα μιας οικονομίας ισχυρής που δεν έχει ανάγκη να προσφύγει σε δανεισμό.
Όμως, η δήλωση αυτή έστελνε και ένα αντίστροφο μήνυμα. Ότι η ελληνική οικονομία δεν θέλει να αναμετρηθεί τώρα με τις αγορές. Ότι δεν έχει ολοκληρώσει τον κύκλο αναδιάρθρωσής της. Ότι επιδιώκει για ένα διάστημα να λειτουργήσει σε ένα «προστατευμένο» περιβάλλον.
Όμως, αυτό είναι ένα μήνυμα που εκπέμφθηκε, έστω και χωρίς πρόθεση, το οποίο απλώς επιβεβαίωσε την εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία, το τραπεζικό σύστημα αλλά και η κρατική διοίκηση έχουν ακόμη μπόλικους «σκελετούς μέσα στη ντουλάπα».
Αυτό, όπως και να το δει κανείς, στην πραγματικότητα λειτουργεί αποτρεπτικά για επενδύσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στα διάφορα roadshow όπου πηγαίνουν υπουργοί της κυβέρνησης ή ακόμη και ο ίδιος ο πρωθυπουργός στη Νέα Υόρκη, οι περισσότερες ερωτήσεις αφορούν τη συνολική σταθερότητα παρά το εάν είναι συμφέρουσα η τιμή της μίας ή της άλλης επενδυτικής πρότασης.
Δεν είναι τυχαίο ότι με την εξαίρεση ορισμένων ηγετικών ελληνικών εταιριών που ούτως ή άλλως δεν είχαν επηρεαστεί από την κρίση, το ερώτημα της πρόσβασης στις αγορές δεν αφορά μόνο το ελληνικό δημόσιο αλλά και τις ελληνικές επιχειρήσεις. Δηλαδή, η κυβερνητική επιλογή να δοθεί η εικόνα ότι η Ελλάδα προς το παρόν δεν επιθυμεί έξοδο (που πάντα διαβάζεται ως προς το παρόν δεν είναι έτοιμη…), έχει αντίκτυπο και στην υπόλοιπη οικονομία.
Το δύσκολο διεθνές περιβάλλον
Την ίδια στιγμή το διεθνές περιβάλλον δείχνει να είναι όλο και πιο δύσκολο. Οι αυξημένες εντάσεις στο διεθνές οικονομικό σύστημα στον απόηχο του εν εξελίξει «εμπορικού πολέμου», νέες πηγές αστάθειας όπως οι υψηλές τιμές των καυσίμων, τα σημάδια νέων κρίσεων χρέους σε περιφερειακές οικονομίες, η τάση επαναπατρισμού κεφαλαίων προς τις ΗΠΑ και τις άλλες «μητροπολιτικές» αγορές, όλα αυτά διαμορφώνουν ένα ακόμη πιο δύσκολο οικονομικό περιβάλλον για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Είναι ένα περιβάλλον που απαιτεί σαφήνεια και όχι αυτοσχεδιασμούς, έμφαση στους πραγματικούς όρους της οικονομίας και όχι απλώς σε κάποιους ονομαστικούς δείκτες (από τα πλεονάσματα έως την απορροφησιμότητα ευρωπαϊκών κονδυλίων) και ένα πραγματικό αναπτυξιακό σχέδιο, που να στηρίξει κλάδους και άρα να διαμορφώσει πραγματικές δυνατότητας αναμονής επενδύσεων.
Επιπλέον, τώρα δεν θα υπάρχουν οι αστοχίες των μνημονίων για άλλοθι. Δεν μπορεί πια η κυβέρνηση να επικαλείται ότι π.χ. το ΔΝΤ δεν προϋπολόγισε ορθά την υφεσιακή επίπτωση των μέτρων. Ούτε θα μπορεί να επικαλείται εσαεί τους περιορισμούς των μνημονίων. Όταν ανακτάς, έστω και εν μέρει, τον έλεγχο της οικονομίας, αναλαμβάνεις και την ευθύνη για το πώς πάνε τα πράγματα.
Όμως, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα έχει αποδειχτεί πολύ πιο ικανή στη διαχείριση του πολιτικού χρόνου και της τακτικής παρά στον μεσοπρόθεσμο οικονομικό σχεδιασμό. Και σε μια περίοδο όπου η οπτική της είναι κοντόθωρα προσανατολισμένη στον εκλογικό κύκλο, το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο.
in.gr